Έγεννήθη εις Καλοπαναγιώτην Μαραθάσης. Εις μονήν Κύκκου ετέθη υπό την προστασίαν του θείου του Ιερομονάχου Χαραλάμπους (1826). Διάκονος (1833). Πρεσβύτερος (1835). Υπηρέτησε εις διάφορα της μονής διακονήματα μέχρι 1844. Απεστάλη διά επίβλεψιν Μετοχίου μονής εις Σμύρνην (1844-1848)? χειροτονηθείς αρχιμανδρίτης, εστάλη εις Μετόχιον Κων/πόλεως (1848-1851).

       Έξαρχος των της μονής εν Πάφω Μετοχίων (1851-1855). Κληθείς εις Μετόχιον Αγίου Προκοπίου Λευκωσίας, διηύθυνε την μονήν, αντικαθιστών τον βαθύγηρον ηγούμενον Νεόφυτον.
Συνάμα επόπτευε τα της μονής και των Μετοχίων της, εντός και εκτός Κύπρου (1855-1861).


       Παράλληλα γενικός διευθυντής Μετοχίων περιοχής Σολέας, Μόρφου και Λευκωσίας. Εξελέγη ηγούμενος Κύκκου (1861), ενθρονισθείς (1862-1890), ότε απεβίωσε. Επί ηγουμενείας του: Εμερίμνησε την στελέχωσιν της μονής και της Σχολής της με πατέρας μορφωμένους και ιεροποπρεπείς. Έστειλε πολλούς Κυκκώτες μοναχούς εις την Ελληνικήν Σχολήν Λευκωσίας, και άλλους εις το έξωτερικόν διά ανωτέρας σπουδάς.

      Εφρόντισε ν' αναγερθή ο ναός του Αγίου Προκοπίου εις Μετόχιον Λευκωσίας, εκεί όπου προηγουμένως υπήρχε πλινθόκτιστος εκκλησία. Ειργάσθη δια την οικονομικήν ευρωστίαν της μονής, αγοράζων κτήματα, όπως τα τουρκικά τσιφλίκια Έγκωμης, Αγίου Δομετίου, Λακατάμειας, που ήσαν γύρω από τα υπάρχοντα κτήματα του Μετοχίου Αγίου Προκοπίου, εξασφαλίζων την ελληνικήν υπεροχήν εις Λευκωσίαν. Δημιούργησε την Αγοράν Κύκκου εις το κέντρον της Λευκωσίας, διά έλεγχον του εμπορίου και της αγοράς από τους Έλληνες.

Πηγαί: Κλ. Μυριανθοπούλου, Η συμβολή της Μαραθάσης εις την Εκκλησία, 1939, σσ. 88-90? Κ. Κοκκινόφτα, Η Ιερά Μονή Κύκκου στον Κυπριακό Τύπο (1878-1899) 1999, σσ. 5-15? εφ. Ευαγόρας 9/21.3.1890, 16/28.3.1890? εφ. Σάλπιγξ 10.3.1890? εφ. Ένωσις 30/11.4.1890.