Eνατενίσεις
113
αφήνουν όμως να διαφανεί ότι η λαϊκή δεισιδαι-
μονία δεν είχε εξαληφθεί. Ο Ψελλός κατηγόρησε
τους δύο Πατριάρχες, τον Ιωάννη Ξιφιλίνο και
τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, ότι είχαν ασκήσει απο-
κρυφισμό. Σύμφωνα με τον Ψελλό, ο Πατριάρχης
Ξιφιλίνος είχε κάνει μία σύνθεση μεταξύ της Αρι-
στοτελικής φιλοσοφία του Χριστιανικού δόγματος
και της Ανατολικής μαγείας και αστρολογίας.
63
Ο
δε Πατριάρχης Κηρουλάριος κατηγορήθηκε από
τον Ψελλό, ότι ήταν οπαδός της αστρολογίας και
των απόκρυφων επιστημών, και επίσης ότι κατα-
πιάστηκε με τη Θεουργία.
64
Ο Πατριάρχης Κάλλιστος (1363) κατηγόρησε
δικαιολογημένα τον Γρηγορά, ότι ασχολήθηκε με
προφητείες και ερμηνείες ονείρων, και αναφέρει
επίσης το γεγονός ότι οι μαθητές του εκαυχούντο
ότι δίπλα στον Γρηγορά απέκτησαν τη δύναμη να
προλέγουν το μέλλον.
65
Ο Νικόλαος Καβάσιλας
(1322-1392ca.) επίσης, άσκη-
σε κριτική στο ενδιαφέρον
που έδειξε ο Νικηφόρος Γρη-
γοράς για τους Χαλδαϊκούς
Χρησμούς και τις απόκρυ-
φες επιστήμες της ύστατης
αρχαιότητας.
66
Γενικά, οτι-
δήποτε άγγιζε το χώρο του
μυστηρίου γοήτευε τους Βυ-
ζαντινούς.
Συμπέρασμα
Συμπερασματικά,
ο
τρόπος με τον οποίο πολλοί
Βυζαντινοί
διανοούμενοι
εξελάμβαναν την αξία και
τον ρόλο των επιστημών θα
μπορούσε να περιγραφεί ως
εξής: Απέδιδαν σε αυτές ένα
ρόλο καθαρά θεωρητικό και
«μυστικό», βασισμένο στη
νεοπλατωνική
φιλοσοφία
της ύστατης αρχαιότητας.
Επ’ αυτού του ζητήματος, κατά τον 14
ο
αιώνα, δεν
φαίνεται εμφανίζεται καμία επαναστατική θέση
ικανή να μεταβάλει τη σχετική οπτική των στοι-
χείων που συνέθεταν την αρχαία αντίληψη του
κόσμου. Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να
υπάρχει ουσιαστική αποκοπή από τον τρόπο με
τον οποίο γινόταν αντιληπτή η επιστήμη κατά την
ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, ούτε μία επανε-
ξέταση των γνώσεων του παρελθόντος υπό νέες
προοπτικές.
Ο δρόμος που ακολούθησαν πολλοί διανοού-
μενοι του 14ου αιώνα ήταν η υιοθέτηση της αρ-
χαίας και κυρίως της νεοπλατωνικής σκέψης, η
οποία ήταν άλλοτε λογική, άλλοτε δε «παράλο-
γη» και «αποκρυφιστική», με την προοπτική να
την εναρμονίσουν με την Ορθόδοξη Χριστιανική
θρησκεία.
■
63
Κ. Σάθας, όπ. π., τόμος V, σελ. 459-462.
64
Μιχαήλ Ψελλός,
Πρὸς τὴν Σύνοδον κατηγορία τοῦ ἀρχιερέως,
εκδ. L. Bréhier, ‘Accusation du patriarche Michel
Cerulaire devant le Synode (1059)’,
Revue des Etudes Grecques 16,
1903, σελ. 385-388. Η Θεουργία ήταν μία ιερατική
πρακτική την οποία εισήγαγε πρώτος στη νεοπλατωνική φιλοσοφία ο Πορφύριος, σύμφωνα με την οποία ο άν-
θρωπος, μέσω τελετών και με την επίκληση των Θεών, φτάνει στην ένωσή του με το Θείο, στην κάθαρση της ψυχής
του και κατ’επέκτασιν στη λύτρωσή της. Εθεωρείτο από τους Χριστιανούς μία καθαρά ειδωλολατρική πρακτική.
65
Δ.Β. Γόνης,
Το συγγραφικό έργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κάλλιστου Α’,
Αθήνα 1980, ομιλία 13, σελ. 193.
66
Ν. Καβάσιλας, εκδ. A. Garzya, ‘Un opuscule inedited de Nicolas Cabasilas’, Byzantion 24, 1954, σελ. 532, II, 110-112:
«καὶ γὰρ χρησμολογους τις εἶναι βούλεται δοκεῖν καὶ χαλδαϊκά τινα συνείρει καὶ μύθους καὶ ἐπωδὰς πανταχοῦ
καταχεῖ τῶν λόγων»,