Eνατενίσεις
21
l
Τοῦ Βασιλείου Τ. Γιούλτση
Ὁμότιμου Καθηγητῆ Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Γενικά
Ἡ Ἐκκλησία, στή διάρκεια τῶν δύο χιλιε
τιῶν τῆς πορείας της, στάθηκε πάντοτε κοντά
στίς ἀγωνίες, τά ἀδιέξοδα καί τά προβλήματα
τοῦ ἱστορικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σταθερότητα στή
διατήρηση αὐτῆς τῆς στάσεως δέν ἐπηρεάστη
κε ποτέ ἀπό τίς περιοδικές διαταράξεις τῶν
σχέσεων τοῦ πλάσματος μέ τόν Πλάστη του.
Γι’ αὐτό καί εἶναι δύσκολο, ἄν ὄχι παράλογο
νά ἀποσυνδέσει κανείς τήν Ἐκκλησία ἀπό τόν
κόσμο, νά ἀγνοήσει τή μέριμνά της γιά τόν ἄν
θρωπο, τίς κοινωνίες του καί τόν πολιτισμό. Ἡ
μέριμνα, πού ἐμπειρικά μεταμορφώνεται σέ
ποιμαντική εὐθύνη, ἱεραποστολή, ἁγιασμό καί
φιλανθρωπία, βλέπει τίς δραματικές συνέπειες
τῆς πτώσεως, τά δεινά καί τίς περιπέτειες τοῦ
«πεπτωκότος», τήν κρίση τῆς ἱστορίας καί τό
ἀπώτερο πεπρωμένο τοῦ πλανήτη. Βλέπει ἀκό
μη τή διατάραξη στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου
τῆς ἰσορροπίας τῆς κτίσεως καὶ τῆς ἀλλοιώσεως
τοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας
1
.
Εἶναι ἡ ἀσκητική θέαση τοῦ κόσμου, πού
συνειδητοποιεῖ τά ἀποτελέσματα τοῦ ὀλισθή
ματος τῶν πρωτοπλάστων, καί στρέφει μέ αἰ
σιοδοξία καί ἐλπίδα τόν πιστό στήν ὑπέρβαση,
στό κεντρικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τήν ἔν
θεη ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ ἔχει τήν ἀπαρχή της ἡ δυνατότητα ἐπι
στροφῆς στή
«χαμένη πατρίδα», τόν «ἀπολεσθέν
τα παράδεισο».
Εἶναι τό λύτρο τῆς θείας ἐναν
θρωπήσεως ὡς ἐπανάκτηση τοῦ «κατ’ εἰκόνα»,
εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς προφητικῆς ὑποσχέσε
ως τοῦ Κυρίου γιά τήν κάθοδο καί τήν ἀέναη
παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο.
Τό ἐπιβεβαιώνει ἡ χρήση τοῦ λειτουργικοῦ-ἐ
νεστωτικοῦ χρόνου στό θριαμβικό ἰδιόμελο τοῦ
ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς:
«Πάντα χορηγεῖ τό
Πνεῦμα τό ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελει
οῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους
ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλη
σίας...».
Κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ Ἐκκλησία
ἀγκαλιάζει καί συνέχει τόν ἄνθρωπο καί τή δη
μιουργία, δυναμικά δέ τείνει στήν ἐσχατολογική
ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων. Εἶναι, λοιπόν, αὐ
τονόητη ἡ διαχρονική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας
γιά τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο καί τήν ἱστορία, ὄχι
μόνο τοῦ σήμερα, ἀλλά καί τοῦ ἐγγύς καί τοῦ
ἀπώτερου αὔριο. Τήν ἴδια μέριμνα ἐκφράζει καί
ἡ θεολογία, ὅταν στήν ἴδια προοπτική ἑρμηνεύ
ει ὡς αἴτιο τῶν τοπικῶν ἤ διεθνῶν ἀπανθρωπι
σμῶν, τή διάσταση μεταξύ δόγματος καί ἤθους,
ἐνῶ ἐντοπίζει στή ζεύξη τῆς πίστεως μέ τή ζωή,
τό θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας καί τήν εἰσβολή τῆς
αἰωνιότητας στόν ἐπίγειο χρόνο μας. Ἡ ἑνότητα
δόγματος καί ἤθους ἀποτελεῖ θεμελιώδη προϋ
πόθεση τῆς αὐθεντίας καί κριτήριο τῆς ὀρθῆς
πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στή ροή αὐτοῦ τοῦ ἐπίγειου, καί ταυτόχρο
να ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, ἡ θεολογία κατα
γράφει τή συνάντηση τῆς ὑπερβατικῆς ἀλή
θειας μέ τίς προσωπικές ὑπάρξεις καί τίς τοπι
κές κοινότητες, ἔστω καί ἄν αὐτές οἱ τελευταῖες
ἀνθρωπίνως ἀποστασιοποιοῦνται συχνά ἀπό
τήν ὑπερβατική ἀλήθεια, καί ἀκόμη, ἔστω καί
ἄν αὐτή ἡ ἀλήθεια χρησιμοποιεῖται, ὄχι σπά
νια, ὡς
«ἄλλοθι»
ἀπό τήν προσωπική ἤ τήν κοι
νωνική πρακτική. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά πόσο
ἐλεύθεροι εἶναι οἱ πολιτισμοί καί ἡ ἱστορία νά
παραποιοῦν ἀκόμη καί τόν φυσικό νόμο τῆς συ
νειδήσεως καί νά ἀλλοιώνουν τό νόημα τῆς δη
μιουργίας.
Τό
«ἀνθρωπίνως»,
πού ἀναφέρθηκε προη
γουμένως, ἀνάγεται στήν ἐλεύθερη χρήση τοῦ
αὐτεξουσίου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά
πιστεύει, καί ἐπίσης ἐλεύθερος νά ἀμφιβάλλει,
νά ἀπορρίπτει καί νά ἀμφισβητεῖ. Τήν ἐλευθε
ρία, αὐτό τό θεῖο δῶρο καί ἀποκλειστικά ἀν
θρώπινο προνόμιο, τό διαστρέφει καί τό παρα
μορφώνει ἡ ἀνθρώπινη ἀλαζονεία, ἐνῶ πολλές
φορές τό ὁδηγεῖ ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς λογικῆς,
τό εὐτελίζει καί τό χρησιμοποιεῖ μέ ἐχθρότητα
καί μίσος, γιά διώξεις καί φονικούς ἀφανισμούς
ἀθώων, γιά ἑκατόμβες θυμάτων, γιά μαχητικό
μένος ἐναντίον τῆς πίστεως, γιά ὑβριστική στά
ση μπροστά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἱστορία ἔχει καταγράψει ἀναρίθμητο
πλῆθος περιπτώσεων ἀχρειώσεως τῆς ἐλευθε
ρίας, ἀλλά ἡ συγκλονιστικότερη ἐμπειρία βιώ
θηκε ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, μέσα ἀπό δι
ώξεις πού τῆς ἐπέβαλαν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως
1
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει: «...
καθάπερ ἐξ ἀρχῆς τοῦ πρωτοπλάστου ἁμαρτῶντος, ἡ γῆ τὴν κατάραν ἐδέξατο, οὕτω καὶ
νῦν τοῦ ἀνθρώπου μέλλοντος ἀφανίζεσθαι, καὶ τὰ ἄλογα κοινωνεῖ τῆς τιμωρίας. Ὥσπερ δὲ εὐδοκιμοῦντος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ
κτίσις κοινωνεῖ τῇ τοῦ ἀνθρώπου εὐημερίᾳ
».
Λόγος παραινετικὸς εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Τεσσαροκοστῆς
, Ὁμιλία ΚΒ΄, PG 53,
193, 16-21˙ καὶ ἐπίσης TLG,
In Genesim
XXII, Vol 53, pg 193, In 16-21.