Eνατενίσεις
25
ει ἕναν κώδικα πολιτικῆς ἠθικῆς μέ βάση τήν
ὀρθόδοξη πνευματικότητα, προκειμένου ὁ νεο
φώτιστος ἡγεμόνας νά βιώσει τό
«ἔνθεον ἦθος»
καί νά καταστεῖ ἄξιος τῆς ἐξουσίας πού τοῦ ἐμ
πιστεύθηκε ὁ Θεός
17
.
Γιά τήν συγκεκριμένη περίπτωση, στό κεί
μενο τῆς
Ὁμιλίας
τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, πού
ἀναφέρθηκε προηγουμένως, διαπιστώνουμε
τήν ὕπαρξη μιᾶς ἁπλοϊκῆς, ἀλλά πολύ πειστι
κῆς ἐπιχειρηματολογίας, πού συνδέει ἀδιάσπα
στα τήν ἄσκηση ὅλων τῶν μορφῶν τῆς ἐξουσίας,
μέ τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί τήν πνευματική
οἰκοδομή. Λέει, λοιπόν, ὁ ἱερός πατήρ:
«Εἰσίν ἄρ
χοντες, ἑαυτῶν ἄρχοντες. Διά τρία γάρ εἰσίν, ψυχῇ,
οἰκίᾳ πόλει, οἰκουμένῃ... Δεῖ τοίνυν τόν μέλλοντα
ἐπιστήσεσθαι οἰκίας, καί καλῶς αὐτήν οἰκοδομή
σειν, πρότερον τήν ψυχήν τήν ἑαυτοῦ ρυθμίζειν· οἰ
κία γάρ αὐτοῦ ἐστιν· εἰ δέ τήν ἑαυτοῦ μή δύναιτο,
ἔνθα μία ψυχή, ἔνθα κύριος αὐτός, ἔνθα ἀεί σύνε
στιν ἑαυτῷ, πῶς τούς ἄλλους οἰκοδομήσει; Ὁ τήν
ψυχήν τήν ἑαυτοῦ ρυθμίσαι δυνάμενος, καί τό μέν
ποιῶν ἄρχειν, τό δέ ἄρχεσθαι, οὗτος καί οἰκίαν δυ
νήσεται· ὁ δέ οἰκίαν καί πόλιν· ὁ δέ καί πόλιν, καί
οἰκουμένην. Εἰ δέ ψυχήν οὐκ ἄν δύναιτο, πῶς οἰ
κουμένην δυνήσεται;»
18
.
Σημαντικό ἐπίσης πρόβλημα εἶναι καί ἡ
στάση τοῦ πιστοῦ ἔναντι τῆς πολιτικῆς ἐξου
σίας. Ἡ στάση αὐτή, ἀλλά καί ἡ διάκριση τῶν
δύο ἐξουσιῶν ἔχει πλήρως διευκρινισθεῖ ἀπό τή
σχετική μέ τό «νόμισμα τοῦ κήνσου» ἀπάντηση
τοῦ Χριστοῦ. Τό
«ἀπόδοτε οὖν τά τοῦ Καίσαρος
τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ»
19
περιορίζει
τήν κρατική ἐξουσία στά ὅρια τοῦ κόσμου καί
ταυτόχρονα ἐπιβεβαιώνει τόν συμβατικό καί
πεπερασμένο χαρακτήρα της, χωρίς νά ἀμφι
σβητεῖ τή σημασία της γιά τήν ἐπίγεια ζωή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τούς
Χριστιανούς νά ὑποτάσσονται στίς
«ὑπερέχου
σες ἐξουσίες»,
ἐπειδή κάθε μορφή τους προέρ
χεται ἀπό τόν Θεό. Δέν ἀποδίδει ὅμως σ’ αὐτές
χαρακτήρα ἁγιότητας, ἀλλά ἁπλά χρησιμότητα
στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἀρνητικῶν καταστάσε
ων τοῦ κόσμου. Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἐξουσίας, μέ
τόν κοσμικό καί πεπερασμένο χαρακτήρα της,
παραμένει σέ μιά ἐπικουρική τροχιά κατά τήν
προσπάθεια βελτιώσεως τοῦ κόσμου
20
. Ἡπραγ
ματική μεταμόρφωση τοῦ κόσμου εἶναι δυνατή
μόνον, ὅταν ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν
ἐξουσία τῶν παθῶν καί τοῦ θανάτου, ὅταν μέ
τήν οἰκείωση τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ἐγκαταλείψει τήν κατάσταση τοῦ
«παρά φύσιν»
καί στραφεῖ στήν ἐπανοικείωση τοῦ
«κατά φύ
σιν»,
μέ σταθερό προσανατολισμό πρός τή θέω
ση, στό
«ὑπέρ φύσιν».
Στήν πατερική παράδοση εἶναι δεδομένη ἡ
πρόθεση καί ἡ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδη
γήσει τούς πιστούς - καί βέβαια δέν διαφορο
ποιεῖται ἡ στάση της ἔναντι τῶν πιστῶν ἀρχόν
των - στή μετάνοια καί τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν.
Ἡ εὐθύνη ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν ψυχή τοῦ
πιστοῦ τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν καί ὁ ἀγώ
νας γιά τή μείωση τῶν στιγμῶν τῆς πτώσεως, δέν
ἀπαλλάσσει κανέναν εἴτε αὐτός εἶναι ὑπήκοος
εἴτε εἶναι ἄρχοντας. Χωρίς, λοιπόν, νά ἐπιθυμεῖ
ἡ Ἐκκλησία μία ἔμμεση ὑπαγωγή τῆς πολιτικῆς
στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία, ἐνδιαφέρε
ται μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων νά ἁγιάσει καί
νά ἀνακαινίσει κάθε πιστό καί ὅλο τόν κόσμο,
ἐπανασυνδέοντάς τον μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ
17
Β. Τ. Γιούλτση,
ὅ. π.
, σσ. 150-157.
18
Ἰω. Χρυσοστόμου,
Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία
52,5, PG 60, 366.
19
Ματθ. 22, 20-21.
20
Πρβλ. Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη,
Χριστιανική Ἠθική ΙΙ
, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 427-429.