Eνατενίσεις
23
«σημεῖον ἀντιλεγόμενον»
4
, πού ἀνατρέπει τήν
κρατοῦσα αὐτονόητη δομή καί διαχείριση τῆς
ἐξουσίας. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχει θέση στήν νέα
πραγματικότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ
προτροπή στούς μαθητές εἶναι σαφής:
«Σ’ ἐσᾶς
δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό, ἀλλά ὅποιος θέλει
νά γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νά γίνει ὑπη
ρέτης σας· καί ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά εἶναι πρῶ
τος, πρέπει νά γίνει δοῦλος ὅλων».
Τέλος, ἡ ἀλήθεια διατυπώνεται ὡς συμπέ
ρασμα, γιά νά μήν ὑπάρξει οὔτε ἡ ἐλάχιστη ἀμ
φιβολία, καί μάλιστα μέ ἀναφορά τοῦ Κυρίου
στό πρόσωπο καί τήν ἀποστολή του. Εἶναι φα
νερό ὅτι οἱ μαθητές συγχέουν τήν ἔννοια τῆς
ἐξουσίας μέ μιά σειρά προνομίων καί ἀξιωμά
των. Δέν ἔχουν λάβει μέχρι στιγμῆς τόν φωτισμό
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτό σκέπτονται καί
ἀντιδροῦν ὡς ἁπλοϊκοί Ἑβραῖοι, μέ γνώμονα τίς
συλλογικές, σαφῶς, ἐγκοσμιοκρατικές προσδο
κίες τοῦ λαοῦ. Αὐτές τίς προσδοκίες ἔρχεται νά
συνταράξει ἡ ἀπροσδόκητη ἀλήθεια· ὅτι
«ὁ Υἱός
τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά τόν ὑπηρετήσουν,
ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά προσφέρει τή ζωή
του λύτρο γιά ὅλους».
Μέ ἕνα τέτοιο συμπέρασμα μαραίνονται καί
ἐξανεμίζονται ὅλες οἱ προσωπικές φιλοδοξίες
πού εἶναι πολύ πιθανό νά ἔτρεφαν οἱ μαθητές.
Τελικά, ἡ
Βασιλεία τοῦ Ῥαββί
ἦταν ἔξω ἀπό τίς
προσδοκίες τους, ἀφοῦ τό νόημα τῆς ἐξουσίας
σέ ὁποιαδήποτε θεσμική της προοπτική, ἄκου
σαν νά συνδέεται μέ τή διακονία, κι ὁ ἀληθινός
φορέας της ἔπρεπε νά γίνει διάκονος καί ὑπη
ρέτης τῶν ἄλλων. Δέν ἄργησε μάλιστα ἡ ἄποψη
αὐτή νά διατυπωθεῖ καί ἐπίσημα ἀπό τό στόμα
τοῦ Διδασκάλου μπροστά στόν φορέα τῆς ρω
μαϊκῆς ἐξουσίας, τόν ἔπαρχο τῆς Ἰουδαίας Πι
λάτο, ὅτι
«ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κό
σμου τούτου»
5
. Κι ἀκόμη, ἀκολούθησε κι ἡ ἀμ
φισβήτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ ἴδιου τοῦ ἡγεμόνα,
ὅταν μέ τήν ἀναφορά της στόν Θεό, χαρακτήρι
σε δοτή τήν ἐξουσία τοῦ Πιλάτου, καί τόν ἴδιο
οὐσιαστικά ἀνάξιο διαχειριστή της.
«Οὐκ εἶχες
ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ’ ἐμοῦ, εἰ μή ἦν σοι δεδομέ
νον ἄνωθεν· διά τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζο
να ἁμαρτίαν ἔχει»
6
. Μέ τήν ἀναφορά ὅμως αὐτή
θά ἀσχοληθοῦμε ἀργότερα. Ἐδῶ δύο λόγια μόνο
γιά νά κλείσουμε τή βιβλική ἄποψη.
Στήν νέα περίοδο τῆς ἱστορίας, πού ἐγκαινι
άζεται μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, τήν
κάθοδο τοῦ Παρακλήτου καί τή φανέρωση τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ἐξουσία, μέ ὁποιαδήποτε μορφή
της, χωρίς καμιά ἀπολύτως ἐξαίρεση, πρέπει
νά βιώσει κατά τούς λόγους καί τό παράδειγ
μα τοῦ Κυρίου τό περιεχόμενο τῆς προσφορᾶς
καί τῆς διακονίας, μέ πνεῦμα θυσίας πρός τούς
ἄλλους. Κάθε θεσμικό ἀξίωμα δέν μπορεῖ καί
δέν πρέπει νά ἀσκεῖται ὡς πηγή δυνάμεως καί
γοήτρου, ἀλλ’ ὡς ἔκφραση ἀποστολῆς διακονί
ας
7
. Φυσικά, ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία ὑποκύπτει
συχνά στόν πειρασμό τῆς καταχρήσεως καί τῆς
φιλοδοξίας, ἀλλ’ ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης καί
ἡ ἰδιότητα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ ἐμπεριέχουν
δυνάμεις γιά τήν ὑπέρβαση τῆς ἀδυναμίας.
Η Οργανωση τησ Εκκλησιασ
Οἱ ἀπαρχές ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐν
τοπίζονται στό κείμενο τῶν Πράξεων τῶν Ἀπο
στόλων. Εἶναι γεγονός ὅτι μετά τήν Πεντηκοστή
ἡ αὔξηση
«τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων»
αὔξη
σε καί τή μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τό ποίμνιό
της. Ἡ μέριμνα αὐτή ἐπέβαλε τήν ἐκλογή τῶν
ἑπτά διακόνων, μέ ἀρχικά ἀποκλειστικό ἔργο,
4
Λουκ
. 2, 34.
5
Ἰωάν.
18, 36.
6
Ἰωάν.
19, 11.
7
Bλ. Ἰω. Δ. Καραβιδόπουλου, «Ἡἡγεσίαὡς διακονία. Σχόλιο στό
Μρ
10, 42-45»,
ΒιβλικέςΜελέτες
, Θεσσαλονίκη 1995 σσ. 310, 311.