24
Eνατενίσεις
τό
«διακονεῖν τραπέζαις»
8
. Ἐξάλλου προβλήματα
ὀργανώσεως, μέ εὐθύνες λήψεως σοβαρῶν ἀπο
φάσεων, ἦταν φυσικό νά ἀνακύπτουν καθημε
ρινά, καί οἱ Ἀπόστολοι μέ τούς Πρεσβυτέρους
ἔπρεπε νά φροντίζουν γιά τήν ἐπίλυσή τους.
Ἕνα τέτοιο πρόβλημα διαχειρίστηκε ἡ Σύνοδος
τῶν Ἱεροσολύμων, ὅταν ἡ διακονία καί ἡ ἱερα
ποστολή πρός τούς ἐθνικούς ἐπέβαλαν λήψη
φιλάνθρωπων μέτρων, καί μέ τήν παρέμβαση
τοῦ Πέτρου, παράκαμψη τῶν σκληρῶν ἰουδα
ϊκῶν δεσμεύσεων πού εἶχαν προτείνει πιστοί,
πρώην Φαρισαῖοι
9
.
Ἡ διακονική ἀποστολή καί φύση τῆς Ἐκ
κλησίας παγιώθηκε ἔκτοτε καί στάθηκε κριτή
ριο τῆς γνησιότητάς της. Ἄς σημειωθεῖ δέ ὅτι ἡ
ἐσωτερική ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας δέν πραγ
ματοποιήθηκε κάτω ἀπό ὁμαλές συνθῆκες, ἀλ
λά μέσα ἀπό δραματικές συγκρούσεις καί πε
ριπέτειες τόσο κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν
ὅσο καί κατά τίς φάσεις ἀντιθέσεων ἀνάμεσα σ’
αὐτήν καί τήν πολιτική ἐξουσία, ἀκόμη καί αἰῶ
νες μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς
ἐπίσημης θρησκείας τῆς αὐτοκρατορίας.
Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό νά παρατηρή
σουμε ὅτι τό διακονικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
ἰσχυροποιήθηκε καί ἐκφράστηκε κατά τή βυ
ζαντινή περίοδο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία συνάντησε
στό πρόσωπο εὐσεβῶν αὐτοκρατόρων τή βού
ληση γιά πνευματική συνεργασία, μέ σκοπό
τήν
«εἰρήνην καί εὐδαιμονίαν τῶν ὑπηκόων»
. Σέ
μιά θαυμάσιαὉμιλία του ὁ ἱερός Χρυσόστομος
θέτει τό αἰφνιδιαστικό ἐρώτημα:
«εἰπέ μοι, τί
ἐστιν ἄρχοντος ἴδιον; ἆρα οὐχί τό ὠφελεῖν τούς ἀρ
χομένους καί εὐεργετεῖν; Τί οὖν, ἄν τοῦτο μή γένη
ται; πῶς ἑτέρους ὠφελήσει ὁ ἑαυτόν μή ὠφελήσας;
ὁ μυρίας ἔχων τυραννίδας ἐν τῇ ψυχῇ τῶν παθῶν
πῶς τάς ἑτέρων ἐκκόψει;»
10
. Μερικούς αἰῶνες ἀρ
γότερα ὁ Πατριάρχης Φώτιος θά παρατηρήσει:
«Ἄρχοντος γάρὡς ἀληθῶς μή τῆς ἰδίας μόνον σωτη
ρίας ποιεῖσθαι φροντίδα, ἀλλά καί τόν ἐμπιστευ
θέντα λαόν τῆς ἴσης προνοίας καί εἰς τήν αὐτήν
τῆς θεογνωσίας χειραγωγεῖν τε καί προσκαλεῖσθαι
τελειότητα»
11
. Ἔτσι στή συνείδηση τῆς αὐτοκρα
τορίας μορφοποιεῖται μία «πολιτική θεολογία»
πού ἀπετέλεσε ἔκφραση καί προσδοκία τοῦ ἐκ
κλησιαστικοῦ πληρώματος γιά τό ἰδεῶδες τῆς
πολιτικῆς ἐξουσίας.
Στήν κατεύθυνση αὐτή ἡ συμβολή τοῦ Με
γάλου Φωτίου λειτούργησε ἀποφασιστικά. Ἡ
παιδεία, τό πλῆθος τῶν πολιτικῶν ἀξιωμάτων
στά ὁποῖα διακρίθηκε, καί βέβαια οἱ ἐμπειρίες
ἀπό τήν μακρά περίοδο ἐπικοινωνίας μέ διακε
κριμένες πολιτικές προσωπικότητες ἐντός τῆς
αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί σέ ξένες χῶρες καί
ἐπίσης ἡ γνώση τῶν μηχανισμῶν ἀσκήσεως τῆς
αὐτοκρατορικῆς ἐξουσίας, τόν ὁδήγησαν στήν
καταγραφή τῶν ὁρίων καί εὐθυνῶν της, καί τό
πιό σημαντικό, στή διάκρισή της ἀπό τήν πα
τριαρχική ἐξουσία. Τό κείμενο τῆς
«Εἰσαγωγῆς»
12
,
ἑνός σπουδαίου νομοκανονικοῦ ἔργου πού συν
τάχθηκε κατά τίς ὑποδείξεις τοῦ Μεγάλου Φω
τίου, τήν περίοδο τῆς δεύτερης πατριαρχείας
(879-886), ἀναφέρεται στή διάκριση τῶν δύο
ἐξουσιῶν·
«Τῆς πολιτείας ἐκ μερῶν καί μορίων
ἀναλόγως τῷ ἀνθρώπῳ συνισταμένης, τά μέγιστα
καί ἀναγκαιότατα μέρη βασιλεύς ἐστι καί πατριά
ρχης. Διό καί ἡ κατά τήν ψυχήν καί σῶμα τῶν ὑπη
κόων εἰρήνη καί εὐδαιμονία, βασιλείας ἐστί καί ἀρ
χιερωσύνης ἐν πᾶσι ὁμοφροσύνη καί συμφωνία»
13
.
Ἡ δέ
«ἐκ τοῦ Θεοῦ»
προέλευση τῆς πολιτικῆς
ἐξουσίας ἀναγνωρίζεται ἀπό αὐτό τό
Προοί
μιο τῆς Εἰσαγωγῆς
14
. Ἐπίσης στίς
Ὁμιλίες
καί τίς
Ἐπιστολές
του ἡ αὐτοκρατορική ἐξουσία χαρα
κτηρίζεται
«θεοστεφής», «θεοφρούρητος», «θε
οκυβέρνητος»,
καί ὁ αὐτοκράτορας
«φιλανθρω
πότατος»,
«στήλη ὀρθοδοξίας», «θεοστήρικτος»,
«θεοπρόβλητος καί θεοφιλέστατος»
15
. Τέλος, στήν
Ἐπιστολή του πρός τόν Μιχαήλ, τόν ἄρχοντα
Βουλγαρίας, μέ τόν τίτλο:
«Τί ἐστιν ἔργον Ἄρχον
τος»
16
, ὁ μεγάλος αὐτός Πατριάρχης ὑποδεικνύ
8
Πράξ
. 6, 1-7.
9
Ὅπ. π.
, 15, 1-29.
10
Ἰω. Χρυσοστόμου,
Εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ὁμιλία
52,5, PG 60, 366.
11
Φωτίου,
Ἐπιστολαί Α΄
6, 220.
12
Παρότι στήν βιβλιογραφία συχνά ὁ ὅρος ἀπαντᾶ μέ τό ὄνομα «Ἐπαναγωγή», τό ὀρθό εἶναι:
Εἰσαγωγή.
(Βλ.
᾿Επαναγωγή τοῦ
Νόμου
ἐν τῇ ἐκδόσει C. E.Z. von Lingenthal, Jus Graecoromanum, (ἐπιμελείᾳ ᾿Ιω. καί Π. Ζέπου), Ἀθῆναι 1931.
13
Εἰσαγωγή
3, 242.
14
«
Ὁ ποιήσας πάντα Θεός... εἰσάγων τήν τῆς μιᾶς δεσποτείας καί ἑνιαίας μοναρχίας κυριότητά τε καί ἐξουσίαν, οὐ προσωπικήν
δέ μοναρχίαν ἠνίξατο, ἀλλά τήν τρισυπόστατον δεσποτείαν ἐμηνύσατο... Καί τοῦτο ἐκ τῆς φυσικῆς μοναρχίας καί τριαδικῆς δε
σποτείας ἡ ἡμετέρα βασιλεία θείως πως καί ἀπορρήτως μυηθεῖσα, ἐπί τήν τοῦ ἀγαθοῦ καί σωσικόσμου νόμου ἀνάληψιν καί ἀγό
ρευσιν μετά πολλῆς σπουδῆς καί ἐπιμελείας διηγέρθη καί διανέστη
»· σ. 237.
15
Βλ. λεπτομέρειες Β. Τ. Γιούλτση,
Θεολογία καί διαπροσωπικαί σχέσεις κατά τόν Μέγα Φώτιον
, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 140.
16
Αὐτόθι σ
σ. 144 κ. ἑξ. Εἰδικότερα βλ. B. Laourdas, «A New Letter of Fotius to Boris»,
Ἑλληνικά
13(1959) 263-265.