26
Eνατενίσεις
καί μεταγγίζοντάς του τό πνεῦμα τῆς καταλλα
γῆς μέ τούς
«ἄλλους»,
τή θυσία καί τήν ἀγάπη
πρός τόν
«πλησίον»,
πού εἶναι
«ὁ ἀδελφός ἐν Χρι
στῷ».
Ἡ κίνηση αὐτή μαρτυρεῖ τήν αὐθεντικό
τητα τοῦ πιστοῦ σέ ὁποιαδήποτε σχέση μέ τήν
ἐξουσία καί ἀποκαλύπτει τήν ἐπίγνωση τῆς εὐ
θύνης του γιά τή μεταμόρφωση τοῦ κόσμου.
Συμπερασματα
Στή διάρκεια τῆς δισχιλιετοῦς πορείας της ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέφυγε τόν μεσαιωνικό
πειρασμό τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί παράλλη
λα δέν ὑπέδειξε ἠθικά, οἰκονομικά ἤ κοινωνικά
συστήματα, προκειμένου νά λύσει ὑφιστάμενα
κοινωνικάπροβλήματα. Πρέπει δέ νάσημειωθεῖ
ὅτι καί ἡ ἄποψη πού πρόσφατα προβάλλεται
μέ ἔμφαση ἀπό μιά μερίδα διανοουμένων καί
θρησκευομένων πολιτικῶν, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκ
κλησία ἀποτελεῖ θεσμική ἐξουσία ἤ κοινωνική
αὐθεντία ἀνάλογη τῶν ἄλλων θεσμικῶν ἐξου
σιῶν, ὅπως λ.χ. τῆς πολιτικῆς ἤ τῆς οἰκονομίας,
δέν μπορεῖ νά δικαιωθεῖ μέ βάση τούς λόγους,
τή θυσία τοῦΚυρίου
21
καί τή γενικότερη ἐκκλη
σιαστική παράδοση.
«Ἡ Ἐκκλησία δέν σώζει τόν κόσμο ἐπιβάλλον
τας σέ αὐτόν τίς ἀρχές της, ἀλλάπροσλαμβάνοντάς
τον στήν καινή κτίση. Ὁ ρόλος της δέν εἶναι ἀντα
γωνιστικός οὔτε μεταρρυθμιστικός, ἀλλά μεταμορ
φωτικός καί ἀνακαινιστικός. Δέν ἀντιπαρατάσσει
δικό της πολιτικό σύστημα, δική της κοινωνική δι
δασκαλία ἤ ἀκόμα δικό της σύστημα ἠθικῆς... Τό
πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πνευματική ζωή τῶν
μελῶν της εἶναι ἡ δύναμη πού μπορεῖ νά μεταμορ
φώσει καί νά ἀνακαινίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο. Στή
βάση αὐτήν μποροῦν νά θεμελιωθοῦν καινούργιες
θεωρήσεις τῆς πολιτικῆς καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς...
Χωρίς τή βάση αὐτήν καί οἱ τελειότεροι πολιτισμοί
παραμένουν στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ κόσμου πού ἀδυ
νατοῦν νά λυτρώσουν τόν ἄνθρωπο»
22
.
Οἱ παρατηρήσεις αὐτές ἐκπροσωποῦν στό
σύνολό τους τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. ἩἘκ
κλησία ὅμως στήν πορεία της ἔρχεται συχνά σέ
ἀντιπαράθεση μέ πλῆθος προβληματισμῶν καί
ἀδιεξόδων πού δημιουργεῖ ἡ αὔξουσα ἐκκοσμί
κευση, ἡ ἀναπόφευκτη μεταμόρφωση τῆς κρα
τικῆς ἐξουσίας καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο τῆς
ὑπερβολῆς καί τῆς φιλοδοξίας. Ἤδη ἡ ἱστορία
ἔχει σημειώσει στό παρελθόν σοβαρές παρεμ
βάσεις τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στήν ἐκκλησια
στική ζωή μέ ἐπικίνδυνες πρωτοβουλίες ἀκόμη
καί Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων εἰς βάρος τῆς
κανονικῆς τάξεως καί τῆς δογματικῆς ἀλήθειας.
Ἡ περίοδος λ.χ. τῆς εἰκονομαχίας ἀνάγκασε
τήν Ἐκκλησία νά ἀντιδράσει μέ ὅλες τίς δυνά
μεις της προκειμένου νά διασφαλίσει τά ὅρια
τῶν ἁρμοδιοτήτων της καί νά ὑπομνήσει στήν
κρατική ἐξουσία τόν πολιτειακό της ρόλο.
«Οὐ
βασιλέων ἐστί νομοθετεῖν τῇ Ἐκκλησίᾳ... βασιλέων
ἐστίν ἡ πολιτική εὐπραξία· ἡ δέ ἐκκλησιαστική κα
τάστασις, ποιμένων καί διδασκάλων»
23
, γράφει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἄλλοτε, πάλι, ἡ κρατική ἐξουσία ἐπεχείρη
σε νά ἀπολυτοποιηθεῖ σέ θεσμικό ἐπίπεδο, νά
ὑφαρπάξει ἱεροκρατικές ἰδιότητες καί νά ὑπο
καταστήσει τούς ἄλλους θεσμούς, ἀλλά καί αὐ
τήν τήν Ἐκκλησία. Οἱ κάθε λογῆς ὁλοκληρωτι
σμοί κι οἱ ἀποθεώσεις τῶν ἡγεμόνων ὑπῆρξαν
γιά τήν Ἐκκλησία περίοδοι διωγμῶν καί μαρ
τυρίου, ἀλλά δέν ἐπέτυχαν νά τήν ἀφανίσουν.
Μάλιστα ἐνίσχυσαν καί ἰσχυροποίησαν τή βού
λησή της στή διακονία καί στήριξη τοῦ διωκό
μενου ποιμνίου της καί αὔξησαν τό νέφος τῶν
μαρτύρων της.
Μέ ἀφετηρία τή βυζαντινή περίοδο καί στή
συνέχεια κατά τή διάρκεια διαμορφώσεως σχέ
σεων εἰρηνικῆς συνυπάρξεως ἤ ἀνοχῆς μεταξύ
Ἐκκλησίας καί Πολιτείας κατά τούς νεότερους
χρόνους, ἡ Ἐκκλησία ἀπέκτησε προνόμια καί
νέους κοινωνικούς ρόλους, πού διεύρυναν τή
διακονία, ἀλλά καί τήν ἐξουσία της στήν κοινω
νία. Ἤδη ἕνα πλῆθος καθιερώσεων, παρά τήν
αὔξουσα ἐκκοσμίκευση ἐπέβαλε τό ἐκκλησια
στικό πνεῦμα σέ πολλούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς
ζωῆς, δημιούργησε ὅμως καί πειρασμούς ὑπερ
βάσεων μέ σοβαρές συνέπειες γιά τό γόητρο τῆς
Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο. Τά φαινόμε
να αὐτοῦ τοῦ εἴδους προέρχονται πάντοτε ἀπό
τή παράχρηση τῆς ἐξουσίας, τίς ὑπερβολές τοῦ
ἀνθρώπινου παράγοντα καί τή διάσταση μετα
ξύ ἐξουσίας καί διακονίας, μοιραῖα ὅμως πλήτ
τουν τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἡ ἴδια νά
εὐθύνεται. Ἀκριβῶς γι’ αὐτό ἡ διακονία ἀξιω
μάτων στήν Ἐκκλησία δέν προϋποθέτει ἁπλά,
ἀλλά ἀπαιτεῖ πνεῦμα ταπεινώσεως καί θυσίας
κατά τόπρότυπο τοῦΚυρίου, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἦλ
θε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι
τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν».
■
21
Πρβλ. Γ. Ἰ. Μαντζαρίδη,
Χριστιανική Ἠθική Ι
, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 57 κ. ἑ.
22
Ὅπ. π.
, σσ. 58-59.
23
Ἰω. Δαμασκηνοῦ,
Περί εἰκόνων
2,12, PG 94, 1296CD.