50
Eνατενίσεις
τῆς παρρησίας του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πρωταί
τιους τῆς κακοδαιμονίας του θεωρεῖ τὸν ὄφι καὶ
τὴ γυνή. Παρὰ τὴν ἄφατη κραυγὴ πόνου, παρὰ
τὸ ἀβάσταχτο συναίσθημα τῆς ἀπώλειας, παρὰ
τὴ συντριβή, ὁ Ἀδὰμ ἐπεξεργάζεται λογικὰ τὴ
συμφορά του καὶ τὴν ἀποδίδει ὁμοιόβαθμα
στὸν ὄφι καὶ τὴ γυνή. Οἱ δύο αἴτιοι τῶν δεινῶν
τουπροσδιορίζονται κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρό
πο, μὲ ἀναφορὰ στὸ βιολογικὸ εἶδος τους, καὶ
δὲν προσδιορίζονται κατ᾽ ὄνομα. Ὁ Ἀδὰμ δὲν
τοὺς ἀντιμετωπίζει ὡς οἰκείους. Ὁμιλεῖ ὡσὰν νὰ
μὴν εἶχε οὐδέποτε προσωπικὴ σχέση μαζί τους.
Ὁ βοηθὸς ἐν τῷ βίῳ, ἡ σύντροφός του, ἡ Εὔα, γί
νεται αἴφνης ἡ γυνή.
Νὰ λοιπὸν πῶς ἀναδύεται ἕνας γενικὸς
ἀνθρωπολογικὸς κανόνας: οἱασδήποτε ἑτε
ρομεμψίας προηγεῖται ἡ ἀποστασιοποίηση.
Ὁ ἡμέτερος ἄνθρωπος γίνεται πρῶτα ἕτερος.
Τὸν τοποθετοῦμε σὲ ἱκανὴ ψυχικὴ ἀπόσταση,
καὶ κατόπιν στοχεύουμε ἀνενδοιάστως πάνω
του τὸν ψόγο καὶ τὴ μομφή. Ὁ Ἀδὰμ εἶναι ἕνας
ὀργισμένος θρηνωδός. Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι
ἡ ἀλλοτρίωση ἀπὸ τὴν παραδείσια τρυφὴ καὶ ἡ
ἔξωση ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς θεϊκῆς συνομιλίας δὲν
ὀφείλεται μόνο στὴ βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου
καρποῦ. Ἡ βρώση τοῦ καρποῦ εἶναι τὸ ἀποτέ
λεσμα. Τὸ αἴτιο εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση τῆς σχέσεώς
του μὲ τὸν ὄφι, τὴ γυνὴ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, πού,
κατὰ τὸν Ἀδάμ, φταίει καὶ αὐτὸς, γιατὶ δημιούρ
γησε αὐτὰ τὰ καταστροφικὰ τῆς εὐτυχίας του
πλάσματα. Ἐδῶ, ὁ ὄφις συμβολίζει τὰ ἕτερα εἴδη
τοῦ ζωικοῦ βασιλείου καὶ ἡ γυνὴ τὸ ὅμοιο εἶδος.
Ὁ Ἀδὰμ ἐξαπολύει τὶς κατηγορίες του πρὸς
κάθε κατεύθυνση ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καὶ
ἐκεῖ ἀποδίδει τὴν πτώση του. Στέκεται ἀπένα
ντι στοὺς πάντες καὶ τὰπάντα καὶ διαχωρίζει τὴ
θέση του. Τώρα πλέον δὲν εἶναι ἕνα μὲ τὴ φύση
καὶ τὸν κόσμο. Βλέπει τὸν ἑαυτό τουὡς ἀτομικό
τητα. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ἐγὼ, ὁ Ἀδάμ, ὁ ξεπε
σμένος βασιλέας τοῦ κόσμου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη
ὁ κόσμος. Σὲ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο ἐγώ, καὶ σὲ
ἕνα ἄλλο τὰ ὑπόλοιπα ζωντανὰ πλάσματα, σὲ
ἕνα στρατόπεδο ἐγώ, ὁ ἄνδρας καὶ σὲ ἕνα ἄλλο
ἐκείνη, ἡ γυναίκα.
Περιχαρακωμένος μέσα στὸν δυστυχῆ ἀτο
μισμό του, ὁἈδάμ βιώνει μοναχικὰ τὸ μεγαλύτε
ρο δρᾶμα τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀνα
φωνεῖ τὸ δεύτερο Οἴμοι: «Οἴμοι! οὐ φέρω λοιπὸν
τὸ ὄνειδος· ὁ ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πά
ντων κτισμάτων Θεοῦ, νῦν αἰχμάλωτος ὤφθην,
ὑπὸ μιᾶς ἀθέσμου συμβουλῆς· καὶ ὁ ποτὲ δόξαν
ἀθανασίας ἠμφιεσμένος τῆς νεκρώσεως τὴν δο
ράν, ὡς θνητὸς ἐλεεινῶς περιφέρων»
2
. Άβάστα
χτο τό ὄνειδος. Αὐτὸς ποὺ ἦταν βασιλέας καὶ
ἄρχοντας ὅλης τῆς θεϊκῆς δημιουργίας, αὐτὸς
ποὺ εἶχε ἐνδυθεῖ τὴ δόξα τῆς ἀθανασίας, ἔπεσε
στὴν παγίδα μιᾶς ἀθέσμου συμβουλῆς καὶ ἔτσι
τώρα ὡς ἕνας ἐλεεινὸς θνητὸς περιφέρει ἔξω
ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ τὸν δερμάτινο χιτώνα
τοῦ θανάτου.
Ὁ Ἀδὰμ καὶ σὲ αὐτὴ τὴ νοηματικὴ ἑνότητα
τοῦ τροπαρίουπαραμένει στὴν ἐγωιστικὴ αὐτο
νομημένηἀπὸτὰἄλλαδημιουργήματατοῦΘεοῦ
ψυχολογικὴ σφαῖρα. Δὲν ἀναλογίζεται τὴ βλάβη
ποὺ ἔχει προξενηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτιστὴ δημι
ουργία μὲ τὴν ἐπιλογή του νὰ ἀκολουθήσει τὴν
ἄθεσμο καὶ παράνομη συμβουλή. Δὲν ἐρυθριᾶ
ἀπὸ ντροπή γιατὶ μὲ τὴν πτώση του προκάλεσε
κοσμογονικὴ καταστροφή. Δὲν αἰσχύνεται γιατὶ
ἐπέτρεψε στὸν πόνο, τὴν πείνα, τὴ δυστυχία,
τὴν ἀνεπάρκεια, τὴν ἀσθένεια, τὴ δυσαρμονία
καὶ τὸν θάνατο νὰ εἰσέλθουν στὴν κτιστὴ φύση.
Ὁνοῦς τουκυριαρχεῖται ἀπόμίακαὶ μόνη ἔμμο
νη ἰδέα, τὴ δική του ἀπώλεια, τὴ δική του κατά
ντια, τὴ δική του ἄδικη μοῖρα. Πῶς κατάντησε
ἀπὸ ἀθάνατος βασιλέας καὶ κυρίαρχος τοῦ κό
σμου ἐπαίτης, ἐλεεινὸς θνητός, περιφερόμενος
ἄστεγος σ᾽ ἕναν ἀφιλόξενο κόσμο.
Αὐτὴ ἡ μοναχικὴ βίωση τοῦ σχετλίου πόνου
εἶναι πράγματι ἀβάσταχτη γιὰ κάθεἈδάμ. Εἶναι
μία ἄβυσσος ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ σὲ κάθε
ἔλλογη ὕπαρξη. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει
στὴν ἰδέα ὅτι θὰ πρέπει νὰ διαβεῖ τὴν ἄβυσσο
τοῦ πόνου μόνος του. Δὲν ἔχει ἄλλη διέξοδο,
παρὰ νὰ κραυγάσει τὸ τρίτο οἴμοι τοῦ τροπα
ρίου: «Οἴμοι! Τίνα τῶν θρήνων συνεργάτην ποι
ήσομαι;»
3
. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο κορυφώνεται τὸ
ὑμνογραφικὸ δρᾶμα τῆς ἀδαμιαίας θρηνωδίας.
Ὁ Ἀδὰμ κάνει τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ νὰ ξεπερά
σει τὸ ἀδιέξοδό του. Ἀναζητεῖ συνεργάτη στὸν
θρῆνο του. Μία ὑποβαθμισμένη, μέν, μεταπτω
τικὴ ἀλλὰ ζωντανὴ κοινωνία μὲ τὸν ὅμοιό του.
Ψάχνει νὰ βρεῖ κάποιον γιὰ νὰ κλάψει μαζί του
καὶ ἔτσι, βαθμιαῖα ἀρχίζει νὰ συνειδητοποιεῖ τὸ
γεγονὸς ὅτι δὲν ἀποκλείεται νὰ ὑπάρχουν καὶ
ἄλλοι στὴν κατάστασή του, ὅτι δὲν εἶναι μόνο
αὐτὸς ποὺ πονᾶ καὶ θρηνεῖ. Συστενάζει μαζί του
ὅλη ἡ κτίση. Ἀκαριαῖα ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴ θρη
νώδη ἑτερομεμψία στὴν ὁμοθυμία τοῦ θρήνου.
Καὶ τότε, μέσα σὲ αὐτὸν τὸ συμπαντικὸ πένθος,
2
Α´ στιχηρὸ Ἰδιόμελον τῶν Αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς,
Τριῴδιον κατανυκτικόν,
σελ. 70.
3
Α´ στιχηρὸ Ἰδιόμελον τῶν Αἴνων Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς,
Τριῴδιον κατανυκτικόν,
σελ. 70.