Eνατενίσεις
51
διαπιστώνει, πὼς ὁ πραγματικός του ἐχθρὸς
δὲν εἶναι τὰ ἕτερα εἴδη, οὔτε τὸ ὅμοιό του εἶδος,
οὔτε βέβαια ὁ Δημιουργός του, ἀλλὰ μόνον ἕνας,
ὁ μόνος ποὺ δὲν θρηνεῖ: ὁ Διάβολος. Αὐτὸς εἶναι
ὁ πραγματικὸς ἐχθρός. Καὶ τότε ἔρχεται ἡ ὥρα
τῆς αὐτοσυνειδησίας γιὰ τὸν Ἀδάμ. Ὄχι μόνο
συναισθάνεται τὸ προσωπικό του σφάλμα γιὰ
τὸ ἁμάρτημα τῆς πτώσης του καὶ τῆς μεταπτω
τικῆς ἀλλοίωσης τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἀναλαμβά
νει καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ἐπανόρθωσή του. Σὲ
αὐτὸ τὸ σημεῖο «ὁ πάλαι ποτε βασιλεὺς» ἐπα
ναπροσδιορίζει τὸν ἡγετικό του ρόλο, μὲ ἕναν
παράδοξο τρόπο: Τὴν ταπεινὴ ἐπίκληση.
Στὴν κατακλείδα τοῦ ἀνωτέρω ἰδιόμελου, ὁ
Ἀδὰμ ἀπευθύνεται στὸν Δημιουργό του καὶ τὸν
παρακαλεῖ: «Φιλάνθρωπε, ὁ ἐκ γῆς δημιουργή
σας με, εὐσπλαγχνίαν φορέσας, τῆς δουλείας
τοῦ ἐχθροῦ ἀνακάλεσέ με καὶ σῶσόν με»
4
. Τὸ
ἀδιέξοδο ἐξαφανίζεται, ἡ ἄβυσσος ὑποχωρεῖ, τὸ
δρᾶμα τοῦἈδὰμ λύεται. Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ μόνος
ποὺ μπορεῖ νὰ νικήσει τὸν ἐχθρὸ εἶναι τὸ Αἴτιο
κάθε ὑπόστασης, κάθε προσώπου, κάθε ὕπαρ
ξης. Ἀναγνωρίζει ὅτι, ἂν θέλει νὰ ἀνακληθεῖ στὴν
προηγούμενη βασιλικὴ δόξα, πρέπει νὰ ταπει
νωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, παραδεχό
μενος τὴ χοϊκότητά του, τὴν ἀνεπάρκειά του νὰ
ἀναμετρηθεῖ μόνος καὶ νὰ νικήσει τὸν ἐχθρό, τὴν
ἀνικανότητάτουνὰδραπετεύσει ἀπὸτὴναἰχμα
λωσία του. Ὁμολογεῖ ὅτι τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀθανά
του βασιλείας του δὲν ἦταν δικαίωμα ἀλλὰ δῶρο
τοῦ Δημιουργοῦ του· ἀπευθύνεται λοιπὸν στὸν
Θεό, κάνει ἔκκλησηστὴφιλανθρωπίακαὶφιλευ
σπλαχνία του καὶ Τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλέσει
στὴν προπτωτική του κατάσταση, νὰ τὸν σώσει.
Ἡ ἔκκληση αὐτὴ δὲν ἔχει ἀτομικὸ χαρακτήρα.
Στὴν ὑμνογραφία ὁ Ἀδὰμ εἶναι ὁ ἕνας ποὺ ὁμιλεῖ
ἐκ μέρους ὅλων τῶν ὁμοθύμων θρηνωδούντων
προσώπων. Ὁ Ἀδὰμ εἶναι οἱ πάντες καὶ τὰ πά
ντα ἐκ τῶν πεπτωκότων πλασμάτων. Εἶναι ὁ μὴ
μόνος Ἀδάμ. Μόνος εἶναι ὁ ἐχθρός. Γιατὶ ὁ Ἀδὰμ
δὲν εἶναι ἄτρεπτος. Γιατὶ ὁἈδὰμ δὲν εἶναι ἀνεπί
στρεπτος. ὉἈδὰμ εἶναι ἀνακλητός, ἀνακλητέος
καὶ ἀνακαλούμενος στὸνΠαράδεισο. Ἡὑπέρβα
ση τῆς ἀτομικότητάς του θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν
ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Ἐντὸς τῆς κοινοτικῆς
σφαίρας, ἡ ἀδιέξοδη, ἀβυσσαλέα πένθιμη οἰμω
γή του μεταποιεῖται σὲ λυτρωτικὴ ἱκεσία.
ΙΙ. Ἡ ἱκεσία
5
Ἂν ζωγράφιζε κανεὶς τὴν εἰκόνα τοῦ ἰδιόμε
λου ποὺ μόλις περιγράψαμε, εἶναι βέβαιο ὅτι
ὁ Ἀδὰμ θὰ ἦταν σὲ στάση δεήσεως, προσευχῆς.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ σηκωθεῖ λίγο
ψηλότερα, τοποθετεῖ τὸ σῶμα του σὲ στάση πο
λὺ κοντὰ στὴ γῆ. Τὸ χαμήλωμα τῶν βλεφάρων,
ἡ κάμψη τοῦ αὐχένα, ἡ γονυκλισία, ἀκόμα καὶ
ἡ πρηνηδὸν προσκύνηση προδίδουν τὴ «συ
γκύπτουσα» ψυχή. Στὸν Μεγάλο Κανόνα τοῦ
ἈνδρέουΚρήτης γίνεται ἀλληγορικός - τυπολο
γικὸςπαραλληλισμὸς τῆς συγκύπτουσας γυναί
κας μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ συγκύπτουσα
ψυχὴ κατευθύνει τὸ σῶμα στὴν ἄκρα ταπείνω
ση τῆς διπλώσεως καὶ ἀναγνωρίσεως τῆς χοϊκῆς
τουφύσεως. Διέξοδος δὲν ὑπάρχει γιὰ τὴ συγκύ
πτουσα ψυχή, παρὰ μόνο ὅταν στρέφεται πρὸς
τὸνΧριστό. Αὐτὸς τὴ σώζει
6
. Ὁἄνθρωπος, γιὰ νὰ
ἀφυπνισθεῖ, νὰ «ἀνορθωθεῖ» πνευματικά, πρέ
πει νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν ἐσωτερικό του κόσμο,
νὰ ἀναδιπλωθεῖ συνειδησιακὰ καὶ ὑπαρκτικά.
Ἡ συγκύπτουσα στάση εἶναι πρῶτα στάση ψυ
χῆς καὶ μετὰ σώματος. Βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ
δεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ κλάψει γι’ αὐτές, ν’
ἀποκτήσει μία καρδιακὴ καρτερικότητα πρὸς
τὰ ἄνω. Τὸ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» δὲ σημαί
νει τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὴν ταπεινὴ διάθεση κα
τάδυσης στὸν βυθὸ τῆς ψυχῆς. Μέσα στὰ ὀρθό
δοξα λειτουργικὰ κείμενα κατοικεῖ ἕνας κατα
καμπτώμενος ἐξωσμένος Ἀδάμ, ποὺ ἀπὸ τὴ μία
μεριὰ κλαίει γοερὰ τὸν Χαμένο Παράδεισο καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐλπίζει νὰ τὸν κερδίσει.
Ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸν Οἶκο τοῦὌρθρου τῆς
Τυρινῆς: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν
ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦΠαραδείσου, χερσὶν τύ
πτων τὰς ὄψεις, καὶ ἔλεγεν. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με
τὸν παραπεσόντα»
7
. ὉἈδὰμ δὲ βιάζεται νὰ ἀφή
σει πίσω του τὸν Παράδεισο, κάθεται ἀπέναντι
στὴ θύρα ποὺ μόλις πρὶν λίγο ἔκλεισε καὶ ὀδύρε
ται χτυπώντας τὸπρόσωπό του. Δὲ δείχνει νὰἔχει
κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἀνοίγεται
μπροστά του. Βρίσκεται μέσασὲ ἕνανὠκεανὸ δα
κρύων. Θὰ συγκρίνουμε αὐτὸν τὸν Ἀδὰμ μὲ τοὺς
Πρωτόπλαστους ποὺ πρωταγωνιστοῦν στὸν Χα
μένο Παράδεισο τοῦ Milton. Διαβάζω τὸ σχετικὸ
ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν προτεστάντη διανοητή:
«Βλέποντας πίσω [οἱ Πρωτόπλαστοι] ἀντίκρυ
4
Ὅ.π.
5
Ἡπαρούσα παράγραφος, στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἔχει ληφθεῖ ἀπὸ τὸ ἄρθρο μου, μὲ τίτλο Α. Γλαρου, «Ἡ ταπεί
νωση στὴ λειτουργικὴ ζωή», στὸ
Ἡ ταπείνωση,
[Ἵνα ὦσιν ἕν 2], ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2001, σελ. 53-98, ἐδῶ: 75-80.
6
Μέγας Κανών, ε΄ ᾠδή, τροπάριον 19,
Τριῴδιον κατανυκτικόν,
σελ. 279: «Τὴν χαμαὶ συγκύπτουσαν μιμοῦ, ὦ ψυχή·
πρόσελθε, πρόσπεσον τοῖς ποσὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἵνα σε ἀνορθώσῃ, καὶ βηματίσῃς ὀρθῶς τὰς τρίβους τοῦ Κυρίου».
7
Οἶκος Ὄρθρου, Κυριακῆς Τυρινῆς,
Τριῴδιον κατανυκτικόν, σελ. 68.