52
Eνατενίσεις
σαν ὅλη τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ Παραδείσου,
τόσο πρόσφατη ἡ εὐτυχισμένη του θέση, ζωσμέ
νη ἀπό τρομερές πύρινες φλόγες... Αἰσθάνθηκαν
νά κατρακυλοῦν ἀργά δάκρυα, ἀλλά ἀμέσως
σκούπισαν τά μάγουλά τους: μπροστά τους ἀνοι
γόταν ὁ κόσμος ὅλος, νά διαλέξουν ἐκεῖ τή θέση
τῆςἡσυχίας τους-καί ἡθείαπρόνοιαὁδηγός τους.
[Λίγο πρίν ὁ Μιχαήλ εἶχε πεῖ στόν Ἀδάμ:] «Μόνο
νά προσθέσεις τήν ὑπεύθυνη γνώση, τίς πράξεις,
τήν πίστη, τήν ἀρετή, τή χριστιανική ἀγάπη καί
τή λιτότητα... δέν θ’ ἀφήσεις ἀπρόθυμα αὐτόν τόν
Παράδεισο, ἀλλά θ’ ἀποκτήσεις ἕναν Παράδεισο
μέσα σου, πολύ εὐτυχέστερο»
8
.
Πόσο πιὸ «ψύχραιμη» καὶ «καθωσπρέπει»
εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκδοχὴ τῆς φυγῆς τῶν Πρωτοπλά
στων ἀπὸ τὸν Παράδεισο! Ἀφήνουν πίσω τους
τό κατεστραμμένο τοπίο γιὰ ἕνα καλύτερο
αὔριο. Νιώθουν στιγμιαία στενοχώρια, ὄχι γιατὶ
ἀποχωρίζονται τὸν Θεὸ ἀλλὰ γιατὶ εἶναι ἀκόμα
νωπὴ ἡ ἀνάμνηση τῆς παραδείσιας τρυφῆς. Ὁ
πόνος δὲν εἶναι ἀβάσταχτος. Τὸ κλάμα δὲν εἶναι
γοερό, μόνο λίγα δάκρυα κυλοῦν ἀργὰ στὰ μά
γουλα καὶ ὄχι γιὰ πολύ. Βιάζονται νὰ φύγουν
πρὸς τὸν καινούριο κόσμο ποὺ ἀνοίγεται μπρο
στά τους. Ὁ Ἀδὰμ ἐπιστρατεύει ὅλα τὰ ἐφόδια
μιᾶς αὐτοφυοῦς θρησκευτικότητας, ὕστερα
ἀπὸ διαφωτιστικὴ συζήτηση μὲ τὸν Μιχαὴλ πε
ρὶ τῆς τεχνικῆς καὶ τῆς μεθόδου ποὺ θὰ πρέπει
νὰ ἀκολουθήσει στὴν καινούργια του πολὺ ἐν
διαφέρουσα ζωή. Δίπλα στὶς ἄλλες ἀρετὲς πα
ρατίθεται καὶ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, ὡς αὐτονο
μημένο ἀγαθό
9
.
Γίνεται ἀποδεκτὸ ὅτι τὸ «σύγχρονο ἐγὼ»
ἐμφανίζεταιστὴν ἱστορίατοῦἀνθρωπίνουπνεύ
ματος ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ δυτικοῦ περσοναλι
σμοῦ τὸν ἱερὸΑὐγουστίνο. Τί μᾶς λέγει ὁ δυτικὸς
αὐτὸς πατέρας; ὅτι ἡ οὐσία τοῦ προσώπου εἶναι
ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἐγώ. Τὴ σκέψη αὐτὴ ἐπε
ξέτεινε ὁ Βοήθιος καὶ συνέδεσε τὴν ἔννοια τοῦ
προσώπου μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὸν ἀτομισμό. Λέγει
ὁ Βοήθιος: «Ἄν λοιπόν πρόσωπα εἶναι μόνο οἱ
οὐσίες καί δή οἱ λογικές, καί ἄνπᾶσαοὐσία εἶναι
φύσις, καί ἄν τό πρόσωπο δέν ἀφορᾶ τό καθό
λου ἀλλά τό ἀτομικό, βρέθηκε ὁ ὁρισμός τοῦ
προσώπου: Πρόσωπο εἶναι ἡ ἀτομική οὐσία τῆς
ἐλλόγου φύσεως»
10
! Πόσο ὀξύμωρο εἶναι αὐτὸ τὸ
σχῆμα. Ὁ δυτικὸς περσοναλισμὸς χρησιμοποιεῖ
ὡς ὄχημα τὴν ἀτομικότητα καὶ τὴ λογικὴ γιὰ νὰ
διακρίνει τὸ πρόσωπο καὶ ἐν τέλει ὑποσκάπτει
αὐτὴ καθαυτὴν τὴν ἀτομικότητα, παρουσιάζο
ντάς την ὡς ἀποσπασματικὸ τεμάχιο μιᾶς ἑνιαί
ας ὁμοούσιας ἔλλογης φύσης. Ἡ δυτικὴ σκέψη
δὲν κατάφερε νὰ ὑποστασιοποιήσει τὸ πρόσω
πο, ἀλλὰ νὰ δημιουργήσει ἀναρίθμητα προσω
πεῖα μιᾶς κοινῆς οὐσίας. ἩἈνατολικὴ Παράδο
ση, ἡὈρθοδοξία, ἀκολούθησε ἀντίθετη πορεία.
8
M. Weber,
Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ,
μτφρ. Μ. Κυπραίου, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1978,
σελ. 77. Πρβλ. J. Milton, «Paradise Lost»,
Τhe Norton Anthologie of English Literature,
vol. 1, ἐκδ. W. W. Norton &Conpany,
New York – London 19936, σελ. 1474-1610, ἐδῶ: 1609-1610.
9
Α. Γλάρου, ὅ.π., σελ. 77-78.
10
Ιερόθεου Βλάχου, «Περσοναλισμός καί πρόσωπο»,
Λόγοι καί Διάλογοι στήν Κύπρο, τήν Ρωσία, τήν Ρουμανία καί τήν
Γεωργία,
ἐκδ. Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 2010, σελ. 95-113, ἐδῶ: 105.