Eνατενίσεις
53
Τὴν κοινοτικὴ πορεία ἐπὶ τῆς ὑπερλόγου ὁδοῦ.
Τὸπρόσωπο εἶναι ὑπόσταση, εἶναι ἡ ὀντολογικὴ
κατηγορία τῆς ὑπάρξεως καὶ ὄχι φαινομενολο
γικὴ διάκριση τῆς οὐσίας της. Ἔχει μοναδικό
τητα καὶ ἀποκλειστικότητα γιατὶ ἀγαπᾶ μὲ μο
ναδικὸ καὶ ἀποκλειστικὸ τρόπο τὸν Θεό, τὸ σύ
μπαν, τὸ ὅμοιο καὶ τὸ ἕτερον. Στὴ δυτικὴ σκέψη
ὁ ἄνθρωπος ἀκολουθεῖ τὸ δόγμα τοῦ σκέπτομαι
ἄρα ὑπάρχω, ἐνῶ στὴν ἀνατολικὴ χριστιανοσύ
νη κυριαρχεῖ τὸ ἀγαπῶ ἄρα ὑπάρχω.
Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικό
τητας, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ διηνεκὴς ὁρμὴ πρὸς τὸν
Θεό, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ δίψα γιὰ τὸν νόστο στὴν
παραδείσια θέα Του
11
. Μαζὶ μὲ τὸ προπατορι
κὸ ἁμάρτημα ὁ Ἀδὰμ κληροδότησε στὶς ἑπό
μενες γενιὲς τὴ νοσταλγία τοῦ Παραδείσου. Ὁ
ἄνθρωπος τοῦ ὀρθοῦ λόγου προσπάθησε νὰ
θάψει καλὰ μέσα του κάθε αἴσθημα ἀπώλειας
καὶ ξεριζωμοῦ. ὉἍγιος Σιλουανὸς παρομοιάζει
τὴ θλίψη τοῦ Ἀδὰμ μὲ ὠκεανό
12
. Ὁ σύγχρονος
ἄνθρωπος κολυμπᾶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ὠκεα
νὸ χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ὑγρασία
του. Ἔχει χάσει τὴν αἰτία καὶ τὴν πηγὴ τῶν δα
κρύων του. Ἔχει χάσει τὰ ἴδια τὰ δάκρυα. Πό
σο ἐπίκαιρος μοιάζει σήμερα ὁ ἅγιος Ἀνδρέας
Κρήτης ποὺ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ χαρίσει
ὡς δῶρο δάκρυα
13
. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν αἰσθάνεται
τὴν ἀνάγκη νὰ κλάψει γιὰ τὸν Χαμένο Παράδει
σο, δὲν θὰ προσπαθήσει νὰ τὸν ξανακερδίσει.
Ἡ ὀρθόδοξη λατρευτικὴ ζωὴ μᾶς θυμίζει δι
αρκῶς ὅτι ὅλοι εἴμαστε πολιτογραφημένοι στὴν
«ποθεινή Πατρίδα»
14
τοῦ Παραδείσου καὶ μᾶς
ἀνοίγει μὲ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας διόδους
ἐπιστροφῆς. Ὁ πόνος καὶ τὰ δάκρυα, ποὺ προ
καλεῖ ἡ μνήμη τῆς ἀπώλειας τοῦ Παραδείσου,
εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐλογία ποὺ μπορεῖ νὰ δο
θεῖ στὸν ὀρθόδοξο χριστιανό. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ
ὠφελεῖ τὸν πιστὸ μὲ δύο τρόπους, ἀφενὸς τὸν
κρατᾶ σὲ ἐγρήγορση ἀπαλλάσσοντάς τον ἀπὸ
τὴ νωχέλεια καὶ τὴν ἀκηδία καὶ ἀφετέρου τὸν
τοποθετεῖ στὸ κλῖμα τῆς ταπείνωσης. Ἐκεῖνος
ποὺ ἀγωνίζεται πνευματικά, καὶ ἰδίως αὐτὸς
ποὺ προσέρχεται στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ λει
τουργηθεῖ, κινδυνεύει νὰ πιστέψει φαρισαϊκὰ
ὅτι ἐπιδιώκει κάτι ὑψηλότερο καὶ ἀνώτερο ἀπὸ
τοὺς ἄλλους. Ὅταν ὅμως βλέπει τὴ συμμετοχή
τουστὴν ζωὴ τῆςἘκκλησίαςὡς τὸ ἐλάχιστοὅριο
γιὰ νὰ κρατηθεῖ στὴ ζωή, ὡς τὸν μόνο τρόπο γιὰ
νὰ ἀποφύγει τὸν κίνδυνο τοῦ πνευματικοῦ του
θανάτου, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πραγματικὸ
κίνδυνο ποὺ εἶναι ἡ οἴηση καὶ ἡ ὑπερηφάνεια.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ταπείνωση ταυτίζεται μὲ τὸ
ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ ἦθος
15
.
Στὴ Δύση, ὁ μεθοδικὸς προσανατολισμός,
ἡ λογιστικὴ ἀντίληψη περὶ ἠθικῆς, ἡ προβολὴ
μιᾶς ἀριστοκρατίας σεσωσμένων καὶ ἡ εὐσεβι
στικὴ κατάταξη σὲ πρώτη καὶ δευτέρα κατη
γορία τῶν πιστῶν δημιούργησε μία συνείδηση
γεμάτη πολώσεις καὶ διαχωρισμούς
16
, ποὺ ἐκδη
λώθηκαν καὶ στὴ λατρεία. Στὴ σύγχρονη ἐποχὴ
διαφημίζεται ἰδιαίτερα ἡ υπέρβαση ὅλων αὐτῶν
τῶν ἀντιθέσεων καὶ τῶν συγκρούσεων μέσα ἀπὸ
τὴν τεχνολογική, τεχνοκρατικὴ καὶ οἰκονομικὴ
συνύπαρξη καὶ συνεργασία τῶν λαῶν.
Ὁδυτικὸς τρόπος ζωῆς ἔχει πλέον ἐπιβληθεῖ
σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς. Μέσα
στὴν «ἐρημία τῶν πόλεων» καὶ τὸ ψυχρὸ τοπίο
τοῦ τεχνολογισμοῦ, ἡ ὀρθόδοξη λατρεία, ὅταν
βιώνεται ταπεινά, παραμένει μία ὄαση
17
. Ἡ γό
νιμησυγκατάμειξη τῆς μυστηριολογικῆς καὶ τῆς
ἀσκητικῆς εὐσέβειας
18
προστατεύεται ἀπὸ τὴν
ἰσοπεδωτικὴ ψυχραιμία τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Στὴν
ὀρθόδοξη λατρεία ἡ θεμιτὴ ψυχραιμία εἶναι
ἐκείνηποὺβοηθᾶτὸνπιστὸ νὰἀκολουθήσει τὴν
κοινότητα καὶ νὰ μὴ ξεστρατίσει στὸν δρόμο τοῦ
ἀτομισμοῦ
19
. Τὰ ὀρθόδοξα λατρευτικὰ κείμενα
δὲν ἐπιχειρηματολογοῦν ὀρθολογικὰἀλλὰπρο
σπαθοῦν νὰ κλυδωνίσουν συναισθηματικὰ τὸν
πιστό. Ταυτόχρονα παραθέτουν πληροφορίες,
ὅπως τὸ δόγμα καὶ τὴν ἱστορία, ὥστε νὰ δώσουν
11
Σωφρονίου Σαχαρωφ,
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938),
μτφρ. ἐκ τοῦ ρωσικοῦ ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ συγγραφέ
ως καὶ τοῦ ἱερομ. Ζαχαρίου, ἐκδ. Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 19956, σελ. 561-562.
12
ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ, ὅ.π., σελ. 560-561.
13
Μέγας Κανών, η΄ ᾠδή, τροπάριο 15,
Τριῴδιον κατανυκτικόν,
σελ. 284: «Τὴν σηπεδόνα, Σωτήρ, θεράπευσον, τῆς τα
πεινῆς μου ψυχῆς, μόνε ἰατρέ· μάλαγμά μοι ἐπίθες καὶ ἔλαιον καὶ οἶνον, ἔργα μετανοίας, κατάνυξιν μετὰ δακρύων».
14
Βλ.
Μικρὸν Εὐχολόγιον,
σελ. 240, ἀπὸ τὰ νεκρώσιμα Εὐλογητάρια: «... τὴν ποθεινὴν πατρίδα παράσχου μοι, Παρα
δείσου πάλιν ποιῶν πολίτην με». Πρβλ. Μέγας Κανών, α΄ ᾠδή, τροπάριον 6,
Τριῴδιον κατανυκτικόν,
σελ. 271.
15
Α. Γλαρου, ὅ.π., σελ. 78-79.
16
M. Weber,
ὅ.π.,
σελ. 104 –106, 222 υποσ. 100, 219 υποσ. 84.
17
Α. ΓΛΑΡΟΥ, ὅ.π., σελ. 80.
18
πρωτ. ΓΕΩΡΓΙΟΥΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, ἩΘεολογικὴΜαρτυρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Λατρείας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1995, σελ. 15.
19
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ Ἀκαταλήπτου Γ΄, PG 48,725: “Oὐχ οὕτως εἰσακούῃ κατὰ σ’ αὐτὸν τὸν Δεσπότην πα
ρακαλῶν, ὡς μετὰ τῶν ἀδελφῶν τῶν σῶν. Ἐνταῦθα γὰρ ἐστί τι πλέον, οἷον ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ συμφωνία, καὶ τῆς ἀγάπης
ὁ σύνδεσμος, καὶ αἱ τῶν ἱερέων εὐχαί».