54
Eνατενίσεις
εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι καί
Κληρικοί εἶχαν φέουδα, δέν διακρίνονταν ἀπό
λαϊκούς δούκας, κόμητες κλπ. καί ἀνῆκαν στήν
τάξη τῶν εὐγενῶν, ἀλλά καί ἡ διοργάνωση τῆς
παπικῆς ἱεραρχίας μέ βάση τό φεουδαλιστικό
σύστημα. Ἔτσι, ὁ φεουδαλισμός εἶναι τό θεμέ
λιο τῆς Φραγκικῆς Παπωσύνης, καί οἱ δυτικοί
Ἐπίσκοποι ἦταν διοικητές καί ὄχι πνευματικοί
πατέρες
1
, εἶναι θρησκευτικοί καί κοσμικοί ἄρ
χοντες, ἀσκώντας διπλωματία καί πολιτική καί
ὄχι πνευματικοί πατέρες.
Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, θά κινηθῆ
μέσα στά πλαίσια ὅτι μέσα στήν ὀρθόδοξη ἐκ
κλησιαστική ἐμπειρία, ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καί
δεσπότης καί διάκονος καί κυρίως εἶναι πνευ
ματικός πατέρας, εἶναι πνευματικός ἰατρός
πού θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν
ἀνθρώπων.
1. Ἡ οὐσία τῆς ἀρχιερωσύνης
Μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί
τοῦ Χρίσματος οἱ πιστοί ἀνήκουν στό Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶ
ναι ὁ Χριστός, κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου (Ἐφεσ. ε΄, 23). Ἡ Ἐκκλησία αὐτή συ
γκροτεῖται σέ σῶμα στό μυστήριο τῆς θείας Εὐ
χαριστίας, ὅταν οἱ Χριστιανοί πού ἀνήκουν στό
εὐλογημένο Σῶμα Του, κοινωνοῦν τοῦ Σώματος
καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί αἰσθάνονται
στενή κοινωνία μαζί Του. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια
πρέπει νά θεωρήσουμε τόν λόγο τοῦ ἁγίου Νι
κολάου Καβάσιλα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία
«σημαίνεται
ἐν τοῖς μυστηρίοις οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ’ ὡς ἐν
καρδίᾳ μέλη καί ὡς ἐν ῥίζῃ τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καί
καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλῳ κλήματα»
2
.
Ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἐκ
κλησιαστικῆς ζωῆς, γιατί ἐκφράζει τήν Ἐκκλη
σία αὐτό πού εἶναι, δηλαδή Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν διάφορες
κατηγορίες ἀνθρώπων ἀπό πλευρᾶς πνευμα
τικῆς, ἤτοι μεθέξεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἔτσι, ἀπό πλευρᾶς συμμετοχῆς
στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται στήν
θείαΛειτουργία, οἱ ἄνθρωποι χωρίζονται σέ κα
τηχουμένους, φωτιζομένους καί πιστούς, καί
ἀπό πλευρᾶς κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ οἱ Χριστιανοί χωρίζονται
στούς μετανοοῦντας, τούς προσπίπτοντας,
τούς προσκλαίοντας, τούς συνισταμένους καί
τούς κοινωνοῦντας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵμα
τος τοῦ Χριστοῦ.
Καί στίς δύο αὐτές περιπτώσεις ὁ Ἐπίσκο
πος εἶναι προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς συνά
ξεως. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς προΐσταται
τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως, καί ὅτι προεξάρ
χει τῶν λοιπῶν πρεσβυτέρων καί διακόνων στήν
τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλ’ ὅτι ποιμαί
νει ὅλες αὐτές τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων,
καί τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τίς διακονεῖ
γιά τήν μέθεξη τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύ
ματος. Ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νά φροντίζη γιά
τήν κατήχηση τῶν κατηχουμένων, τόν φωτισμό
τῶν φωτιζομένων καί τήν πρόοδο τῶν πιστῶν.
Ὁ Ἐπίσκοπος θά ἐπιμελῆται τήν ὁλοκλήρωση
τῆς μετάνοιας τῶν μετανοούντων, καί τήν κατά
τό δυνατόν ἀξία κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἡ θεία Κοινωνία νά
καθαίρη, νά φωτίζη καί νά θεώνη τούς προσερ
χομένους σέ αὐτήν.
Ἄν τήνφράση «προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς
συνάξεως» τήν θεωρήσουμε ἐντελῶς ἐξωτερικά,
ὅτι δηλαδή ὁἘπίσκοπος προΐσταται στήν τέλε
ση τῆς θείας Εὐχαριστίας, τότε ἐκκοσμικεύουμε
τό ὄνομα καί τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου, ἀφοῦ τό
ἔργο του εἶναι ἡ ποιμαντική διακονία τοῦ λαοῦ
τοῦ Θεοῦ, γιά νά πορευθῆ πρός τήν τελείωση,
τήν θέωση.
Αὐτή ἡ ἐπισκοπική διακονία εἶναι στήν
πραγματικότητα, κατά τό πρότυπο τοῦ Χρι
στοῦ, μαρτυρική, γι΄ αὐτό καί ὁ ἀρχιερεύς με
τέχει τῆς «μαρτυρικῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χρι
στοῦ». ὉΧριστός ἦλθε νά ὁδηγήση τούς ἀνθρώ
πους ἀπό τήν ἐξορία στόν Παράδεισο, ἀπό τό
κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, ἀπό τήν χώρα τοῦ
θανάτου στήν γῆ τῆς ἐλευθερίας. Αὐτό τό ἔκα
νε μέ τήν διδασκαλία Του, τά θαύματά Του καί
προπαντός μέ τό Πάθος, τόν Σταυρό καί τήν
Ἀνάστασή Του. Ὅλο αὐτό τό ἔργο εἶναι μαρτυ
ρικό. Καί ὁ Ἐπίσκοπος πού εἶναι τό μυστήριο
τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ πρέπει νά
μετέχη αὐτῆς τῆς μαρτυρικῆς ἀρχιερωσύνης
τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ὀφείλει νά διδάσκη ἀκαι
νοτόμητο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί νά θυσιάζεται
μαρτυρικά γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ λα
οῦ τόν ὁποῖο τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός, διά
τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅπως ὁ Χριστός δίδασκε μέ
1
Ἰωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 1975 σελ. 156 κ.ἑξ.
2
Νικόλαος Καβάσιλας, Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί
ἀσκητικῶν, τόμ. 22, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς» σελ. 190