64
Eνατενίσεις
μας, σέ πρόσφατα χρόνια, ὁδηγηθήκαμε πίσω στήν
κοιλάδα τοῦ θανάτου. Καθένας πού ἀναγκάσθηκε
νά βαδίσει πάνω στά ἐρείπια τῶν πόλεων πού ἄλ
λοτε ἀνθοῦσαν, καταλαβαίνει τήν τρομερή δύναμη
τοῦ θανάτου καί τῆς καταστροφῆς. Ὁ ἄνθρωπος
ἀκόμα ἐπεκτείνει τόν θάνατο καί τήν ἐρήμωση.
Μπορεῖ νάπεριμένει κανείς νά συμβοῦν ἀκόμα χει
ρότερα πράγματα στό μέλλον. Γιατί ἡ ρίζα τοῦ θα
νάτου εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν εἶναι καθόλου περίεργο
πῶς παντοῦ ὑπάρχει μιά αὐξανόμενη κατανόηση
τοῦ πόσο σοβαρό πράγμα εἶναι ἡ ἁμαρτία»
41
.
Στήν συνέχεια, τονίζει ὅτι σέ αὐτήν τήν
«σκληρή καί ἀνήσυχη ἐποχή»
πού ζοῦμε πρέπει
νά μετανοοῦμε καί ἡ μετάνοια ἐκφράζεται μέ
τήν πλήρη παραδοχή τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδι
κοῦ κυρίου καί δασκάλου μας καί, ἐπειδή ὁ κό
σμος εἶναι διηρημένος, μέ τήν προσέγγιση τοῦ
ἑνός πρός τόν ἄλλο καί τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνό
τητας γιά τήν ὁποία ὁ ἲδιος ὁ Χριστός ὁμίλησε
πρό τοῦ πάθους Του
42
.
Κυρίως δέ τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου εἶναι καί
πρέπει νά εἶναι προφητικό. Ἐπειδή οἱ ἄνθρω
ποι βασανίζονται ἀπό τήν θνητότητα καί τήν
παθητότητα, τό κράτος τοῦ θανάτου, γι’ αὐτό
εὑρίσκονται στόν σκοτασμό τοῦ νοός, δέν ἔχουν
τόἍγιον Πνεῦμα καί ἔτσι ὁἘπίσκοπος ὡς Προ
φήτης, ἀπεσταλμένος τοῦ Χριστοῦ καί ἐνεργῶν
μέ τήν Χάρη Του, πρέπει νά κηρύττη τόν λόγο
τῆς ἀναστάσεως, ὥστε τά ξηρά ὀστά νά ἀποκτή
σουν ζωή καί πνεῦμα καί νά ἐξέλθουν ἀπό τήν
κοιλάδα τοῦ θανάτου. Τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου
δέν εἶναι διακοσμητικό καί τυπικό, δέν εἶναι ἔρ
γο ἑνός διοικητοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ὑπαλλή
λου, εὑρισκομένου στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρ
χία, οὔτε ἑνός κοσμικοῦ ἄρχοντος, ἀλλά κατ’
ἐξοχήν προφητικό καί ἀναστάσιμο. Πρέπει δέ
ὁ Ἐπίσκοπος νά ἔχη μέσα του αὐτήν τήν ἀνα
στάσιμη δύναμη γιά νά ἐπιτελέση αὐτό τό δύ
σκολο ἔργο.
Τό συμπέρασμα αὐτῆς τῆς μικρῆς ἀνάλυσης
εἶναι ὅτι ὁ ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος εἶναι καί Δε
σπότης καί Διάκονος. Φυσικά αὐτοί οἱ δυό ὅροι
ἑρμηνεύονται μέ τήν θεολογική καί ὄχι τήν κο
σμική τους ἔννοια. Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ ὅροι ἔχουν
διττό χαρακτήρα, δηλαδή μποροῦν νά ἐκλη
φθοῦν καί μέ τήν ἐκκοσμικευμένη ἔννοια καί μέ
τήν ὀρθόδοξη. Αὐτό μπορεῖ κανείς νά τό ἐντοπί
ση καί στό ὄνομα Χριστιανός, στό ὄνομα Πρε
σβύτερος, στό ὄνομα Διάκονος καί σέ πολλά
ἄλλα ὀνόματα. Τά πάντα μποροῦν νά ἐκκοσμι
κευθοῦν καί νά χάσουν τόν ὀρθόδοξο θεολογικό
χαρακτήρα τους. Ἀλλά δέν πρέπει νά τά καταρ
γοῦμε λόγῳ τῆς φθορᾶς πού ἔχουν ὑποστῆ.
Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξοςἘπίσκοπος εἶναι δεσπό
της, ὅταν ἔχει ἀποκτήσει τό ἦθος τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ, ὅταν εἶναι κατά μέθεξη σέ αὐτό πού ὁ
Χριστός εἶναι κατά φύση, ὅταν εἶναι κατά με
τουσίαν σέ αὐτό πού ὁ Χριστός εἶναι κατ’ οὐσί
αν, ὅταν καθημερινά ζῆ τό μυστήριο τῆς θείας
οἰκονομίας καί σταυρώνεται ὑπέρ τοῦ ποιμνί
ου του, καί κατέρχεται στόν ἅδη. Καί στόν βαθ
μό πού ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι δεσπότης μέ αὐτήν
τήν θεολογική ἔννοια, δηλαδή στόν βαθμό πού
χριστοποιεῖται καί θεοποιεῖται, γίνεται διά
κονος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόν βοηθᾶ νά ἀπε
λευθερωθῆ ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν παθῶν καί νά
ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν θνητότητα καί τήν παθητό
τητα, τό κράτος καί τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου.
Συγχρόνως, δέν εἶναι δυνατόν νά διακονήση
κανείς ὀρθόδοξα τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἔχει
ἀποκτήση τό θυσιαστικό ἦθος τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ.
Στό ἐρώτημα, λοιπόν, ἄν ὁ Ἐπίσκοπος εἶ
ναι δεσπότης ἤ διάκονος, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι
ὁ ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, πού καταξιώνει τήν
ἀποστολή του καί γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ ἔργου
του, εἶναι καί δεσπότης, φορεύς τῆς μαρτυρικῆς
ἀρχιερωσύνης τοῦΧριστοῦ, στό βάθος τῆς ἀντε
στραμμένης πυραμίδος, ἀλλά καί διάκονος πού
βοηθᾶ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Μωϋσῆς, νά
πορευθῆ ἀπό τήν γῆ τῆς Αἰγύπτου στήν γῆ τῆς
ἐλευθερίας. Ἔτσι, ἄλλωστε, νοεῖται καί ἡ δια
κονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς δεσπότης καί διά
κονος εἶναι πρωτίστως ἰατρός πού ἐλευθερώνει
τόν ἄνθρωπο, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἀπό τά δεσμά
τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου.
Βέβαια, μπορεῖ νά μέ ἐρωτήση κάποιος
ἄν ἐγώ ὡς Ἐπίσκοπος διακρίνομαι ἀπό τά χα
ρακτηριστικά αὐτά γνωρίσματα ἑνός γνησίου
Ἐπισκόπου, ὅπως τό θέλει ἡ Ὀρθόδοξη Παρά
δοση. Ἀπαντῶ ὅτι δυστυχῶς δέν τά ἔχω. Ὅμως
ἀνέλυσα τά ἀνωτέρω, τουλάχιστον γιά νά τά
γνωρίζω καί νά ἔχω ὡς πρότυπό μου τούς ἀλη
θινούς Ἐπισκόπους, πού ἔχουν τά γνωρίσματα
αὐτά, πού μετέχουν τῶν προσωνυμιῶν τοῦ Χρι
στοῦ. Θέλω νά βαδίζω σέ αὐτήν τήν προοπτική.
Τό ποῦ θά φθάσω, αὐτό τό γνωρίζει ὁ Θεός καί
ἐξαρτᾶται καί ἀπό μένα, σύμφωνα μέ τήν θε
ολογική ἔννοια τῆς συνέργειας, ἀφοῦ ὁ Θεός
ἐνεργεῖ καί ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ.
■
41
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 15-16
42
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 17-18