60
Eνατενίσεις
πο, δέν ἔστειλε ἀγγέλους γιά νά κάνουν αὐτό τό
ἔργο, ἀλλά ἦλθε Αὐτός ὁ Ἴδιος, καί δέν ἔστει
λε τούς ἀνθρώπους νά καλέσουν τούς ἀκροα
τές, μένοντας ὁ Ἴδιος στόν τόπο Του,
«ἀλλ’ αὐτός
ἐζήτει περιών»
. Πλησίαζε τούς ἀνθρώπους, τούς
εὐργετοῦσε, τούς θεράπευε, τούς ἀνέστησε.
Καί ὅταν ἦλθε ὁ καιρός νά ἐλευθερώση τούς δε
σμώτας τοῦ ἅδη, δέν ἔστειλε τούς ἀγγέλους οὔ
τε τούς ἄρχοντές τους,
«ἀλλ’ αὐτός κατῆλθεν εἰς
τό δεσμωτήριον»
καί τούς ἐλευθέρωσε μέ τό δικό
Του αἷμα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἀπό τότε μέχρι
τήν ἔσχατη ἡμέρα, ἀπαλλάσσει τίς ψυχές ἀπό
τήν εὐθύνη καί τίς καθαρίζει ἀπό τήν ἀκαθαρ
σία
25
. Ἀκόμη, ἡ καθαρή αὐτή ἐξουσία φαίνεται
καί ἀπό τό ὅτι συνάπτει τούς ἀνθρώπους μέ τόν
ἑαυτό Του, μέ τήν δύναμη τῆς δικῆς Του ἐξουσί
ας
26
.
Ἔπειτα ὁ Χριστός δέν ἐξουσιάζει τούς ἀν
θρώπους μέ τόν φόβο καί τίς ἀπειλές, ἀλλά μέ
τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία. Τό νά βασιλεύη
κανείς μέ τόν φόβο ἤ τόν μισθό δέν εἶναι ἀληθινή
βασιλεία, γιατί τότε δέν κυβερνᾶ αὐτός ὁ ἴδιος,
ἀφοῦ ἡ ὑπακοή τῶν ὑπηκόων ὀφείλεται στίς ἐλ
πίδες πού προσφέρει ἡ ἀμοιβή καί ὁ φόβος τῶν
ἀπειλῶν τῆς τιμωρίας
27
. Ὁ Χριστός ἐξουσιάζει
τούς ἀνθρώπους μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθε
ρία. Ὁ τρόπος τῆς ἐξουσίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι
«παραδοξότατος»
. Ὁ Ἴδιος ἐταπείνωσε τόν ἑαυ
τό Του μέ τό νά γίνη ἄνθρωπος, θυσιάσθηκε γιά
τούς ἀνθρώπους, κέρδισε τίς ψυχές τους μέ αὐ
τήν τήν θυσιαστική ἀγάπη καί ἐξουσιάζει καί
τήν θέλησή τους. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀπέκτησε
ἐξουσία καί σέ αὐτά πού συνιστοῦν τόν ἄνθρω
πο, δηλαδή καί
«κατά τόν λογισμόν»
, ἀλλά καί
«τήν τῆς γνώμης αὐτονομίαν»
28
.
Ἔχοντας ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ὑπ’ ὄψη
του τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐξασκοῦν τήν ἐξου
σία οἱ κοσμικοί ἄρχοντες, οἱ δεσπότες, λέγει ὅτι
ὁ Χριστός ἔγινε πραγματικός δεσπότης μέ τό νά
συνδέση τήν ἐξουσία τῆς δεσποτείας Του μέ τήν
μορφή τοῦ δούλου. Ἀποδείχθηκε ἀληθινός δε
σπότης, κάνοντας τά ἀντίθετα ἀπό ὅσα κάνουν
οἱ κοσμικοί δεσπότες, μέ τό νά δεχθῆ τήν φύση
τοῦ δούλου καί νά διακονήση τούς δούλους μέ
χρι σταυροῦ καί θανάτου. Μέ τόν τρόπο αὐτόν
αἰχμαλώτευσε τήν θελησή τους
29
. Στό πρόσωπό
Του συνδέεται ὁ δεσπότης μέ τόν δοῦλο, ἀφοῦ
μέ τήν πρώτη δημιουργία τῆς φύσεώς μας ἔγινε
Δεσπότης καί μέ τήν καινή κτίση ἐξουσίασε τήν
γνώμη μας, μέ τήν ἀγάπη Του
30
. Μέ τήν ἐνανθρώ
πησή Του ἦλθε νά διακονήση τούς ἀνθρώπους
καί ὁ Ἴδιος ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό Του «διακο
νοῦντα». Καί τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ὄχι μό
νον ἦταν διακονητής, κατά τήν ἐπίγεια ζωή του,
τότε πού ἔδειχνε τά ἰδιώματα
«τῆς ἀνθρωπίνης
ἀσθενείας»
καί τά γνωρίσματα
«τῶν δούλων»
, καί
ἀπέκρυπτε
«τά τοῦ Δεσπότου πάντα»
ἰδιώματα,
ἀλλά καί στήν μέλλουσα βασιλεία, ὅταν θά ἔλ
θη μέ τήν πατρική δόξα καί θά διακονήση τούς
ἀνθρώπους, ὅπως ὁ Ἴδιος εἶπε
«περιζώσεται καί
ἀνακλινεῖ αὐτούς, καί παρελθών διακονήσει αὐ
τοῖς»
31
.
Ἑπομένως, ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ, ἡ δεσπο
τεία Του, ἡ βασιλεία Του συνδέεται στενά μέ τήν
διακονία, ὁ Δεσπότης συνδέεται μέ τόν δοῦλον
καί τόν διάκονο. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ Χριστός
ἑνώθηκε δυνατά μέ τίς ψυχές καί τά σώματα καί
«οὐ σωμάτων μόνον, ἀλλά καί ψυχῶν, καί προαι
ρέσεων κατέστη Δεσπότης»
καί γι’ αὐτό ἐξουσιά
ζει τούς ἀνθρώπους
«αὐτοβούλως»
, ὅπως
ἡ ψυχή τό σῶμα καί ἡ
κεφαλή τά μέλη. Καί
μόνοι τους οἱ ἄνθρω
ποι προσφέρουν τήν
ἐλευθερία τους καί
ὁδηγοῦνται στόν δικό
του ζυγό, ὡσάν νά μή
ζοῦν μέ τόν λογισμό
καί τήν αὐτονομία τῆς
προαιρέσεώς τους
32
.
Ὁ Χριστός μέ τήν
ταπείνωση καί τήν ἀγάπη Του, μέ τήν διακονία
Του καί τήν ἀνάληψη τῆς μορφῆς τοῦ δούλου
ὁδήγησε στόν ἑαυτό Του τούς ἀνθρώπους
«ἱλα
ρώτερον μέν φίλων, ἀκριβέστερον δέ τυράννων,
πατρός φιλοστοργότερον, μελῶν συμφυέστερον,
καρδίας ἀναγκαιότερον
»
33
. Ὁ Χριστός εἶναι δε
σπότης, ἀλλά συγχρόνως καί δοῦλος καί διακο
νητής, καί ἀπέκτησε τήν ἐξουσία τοῦ δεσπότου,
μέ τήν ἐνανθρώπησή Του
«ἐν μορφῇ δούλου»
καί
μέσα ἀπό τήν θυσιαστική Του ἀγάπη. Εἶναι δε
σπότης γιατί μέ τήν ἐλευθερίαΤου καί τήν ἐξου
σιαστική Του δύναμη ἀνέβηκε στόν Σταυρό καί
μέ βασιλική δύναμη ἐνίκησε τόν θάνατο. Αὐτός
εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐπάνω στόν Σταυρό
25
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 474-476
26
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 476
27
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 476
28
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 478
29
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 478
30
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 478
31
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 476
32
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 480
33
ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 476