Eνατενίσεις
79
θηκε από τον άγιο Αυγουστίνο (
Εξομολογή
σεις,
ΧΙ 14) και είναι ορατή στη φιλοσοφία του
Gottfried Leibnitz, του George Berkeley, του
Immanuel Kant και του Henri-Luis Bergson.
Το 1895, ένας εγκυκλοπαιδιστής, ο H.
Gunkel, δημοσίευσε ένα έργο του για τη δημι
ουργίακαι τοχάοςστοναρχέγονοκαι τονέσχα
το χρόνο. Το βιβλίο του Gunkel έγινε αφορμή
να πραγματοποιηθούν αλλαγές σε τέσσερις με
γάλους επιστημονικούς κλάδους, την ιστορία
των Θρησκειών, τα σχετικά πεδία της
Εθνολο
γίας
, της
Ανθρωπολογίας
και της
Ψυχολογίας
.
Ωστόσο, η περισσότερο επιστημονική σύλλη
ψή του αρχέγονου και του έσχατου χρόνου,
ως των δύο πόλων της ιστορίας του χρόνου,
υποστηρίχθηκε από δύο σημαντικές μελέτες,
όπως το
Νόημα
στην Ιστορία
, του Γερμανού
φιλοσόφου Κarl Levith, και
Ο μύθος της αιώ
νιας επιστροφής,
του Ρουμάνου θρησκειολό
γουMircea Eliade.
Το αίνιγμα του χρόνου είναι κατά κάποιον
τρόπο το αίνιγμα της έναρξης, γιατί εκεί βρί
σκεται η βάση του παρελθόντος. Η έναρξη εί
ναι το παρελθόν. Ωστόσο, καθημερινά γίνεται
μια νέα έναρξη μέσα στην περιοδική κίνηση
της ημέρας
(το πρωί γίνεται μεσημέρι, προ
χωρεί στο απόγευμα, φθάνει στο βράδυ κι από
την πορεία της νύχτας, ξαναγίνεται πρωί).
Βά
σει τη σύλληψης του Gunkel τo σύνολο όλων
αυτών των επαναλαμβανόμενων ενάρξεων το
αποκαλούμε χρόνο. Εκείνο που λείπει, κατά
την άποψή του, είναι το γεγονός ότι η ανθρω
πότητα δεν κατανοεί τη
μαγεία
, ή αν θέλετε
καλύτερα το
μυστήριο
της νέας έναρξης, δη
λαδή την αέναη μετάβαση από το παρελθόν
στο παρόν.
Εδώχρειάζεται να θυμηθούμε τον περίφη
μο διαχωρισμό του Henri-Luis Bergson ανά
μεσα στον χωροχρόνο και τον καθαρό χρόνο.
Ο χωροχρόνος είναι ο χρόνος των ωρολογίων
μας, μια υβριδική έννοια που προκύπτει από
την εισβολή της ιδέας του χώρουστην επικρά
τεια της καθαρής συνείδησης. Στην πραγμα
τικότητααυτές οι χρονικέςμονάδες δενυπάρ
χουν, γιατί ο χρόνος, μια αθέατη έννοια, είναι
μια μελωδία, ένα ποτάμι. Η ιδιαιτερότητά του
έγκειται στο γεγονός ότι κυλά μέσα από τα χέ
ρια μας σαν
νερό
, είναι αψηλάφητος, όπως το
έθεσε ο άγιος Αυγουστίνος
4
. Δεν υπάρχει στα
θερό παρόν. Είτε είναι ήδη παρελθόν ή είναι
ακόμη μέλλον. Όταν λέμε ότι είναι οκτώ και
τέταρτο δεν είναι πια οκτώ και τέταρτο.
Ένα ισχυρό ρεύμα μεταφέρει την ανθρω
πότητα στο ποτάμι του χρόνου. Ο άνθρωπος
είναι προσωρινός, φευγαλέος, καθώς δεν
μπορεί να αδράξει σταθερά ένα σημείο και να
αντισταθεί στο ρεύμα. Ο άνθρωπος των οκτώ
και τέταρτο δεν είναι ίδιος με τον άνθρωπο
των εννιά. Στην πραγματικότητα είμαστε ο
χρόνος. Παρόλααυτά έχουμε τοπαρελθόνμας
και κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας. Εδώ
υπεισέρχεται η ιδέα του «ταυτόχρονου». Τη
στιγμή που βιώνουμε ένα ψήγμα του χρόνου,
υπάρχει μια σχέση
«ταυτόχρονου»
, σε σχέση
με τις άλλες διαδοχικές χρονικές μονάδες. Οι
νότες ενός μουσικού κοματιού δεν παίζονται
μόνον ως διακεκριμένες νότες, αλλά και ως
συγχορδίες, δηλαδή ταυτόχρονα.
4
«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω.
Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε
γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τού
το γνωρίζω. Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν.
Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν
υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν
να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέ
ρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το
παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα
ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο
χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε
ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει
να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε
είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη».